Σήμερα, μᾶς ἀναπαύει ἡ γλυκερὴ εἰκόνα τῆς φάτνης, ὅμως, ξεχνᾶμε ὅτι τὸ πραγματικὸ γεγονὸς δὲν ἔμοιαζε μὲ σχολικὴ γιορτή ἢ μὲ πάρτυ γεννεθλίων. Σκεφθεῖτε μιὰ πολὺ νεαρὴ κοπέλα, ἕτοιμη νὰ γεννήσει, νὰ περιφέρεται νύχτα μὲ τὸν μνηστήρα της, νὰ μὴ βρίσκει κατάλυμα λόγῳ τῆς κινητικότητας τῆς ἀπογραφῆς, καὶ νὰ ἀναγκάζεται νὰ γεννήσει μόνη της, μέσα σὲ ἕνα πρόχειρο σπήλαιο. Μεταφέρετε τὸ συμβὰν στὸ σήμερα, καὶ φανταστεῖτε ἕνα ἄστεγο κορίτσι 16 ἐτῶν νὰ καταφεύγει σὲ ἕνα μυχὸ βράχου, στὰ σύνορα μιᾶς μικρῆς καὶ ὄχι τόσο φιλόξενης κωμόπολης, γιὰ νὰ γεννήσει. Σὲ τέτοιες θλιβερὲς καὶ ἐπικίνδυνες συνθῆκες ἔλαβε χώρα ἡ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ τί ἀκολούθησε; Χαρὲς καὶ πανηγύρια; Ὄχι. Μᾶλλον φόβος, ἀγωνία, φυγὴ καὶ μετανάστευση, καὶ σφαγὴ ἀθώων νηπίων. Μέσα σὲ ἐξίσου δύσκολες συνθῆκες οἱ μάγοι ἔφθασαν νὰ τὸν προσκυνήσουν. Καὶ μετὰ ἀπὸ πολὺ κόπο καὶ κινδύνους προσκύνησαν, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν ποῦ; Σὲ ποιὰ πατρίδα; Ἐκεῖ ποὺ κανεὶς δὲν θὰ τοὺς πίστευε. Κι ὅμως, οἱ μάγοι ἐπιμένουν. Καὶ ἡ Παναγία ἀκολουθεῖ σὲ ὅλα, κατὰ τὴν ὑπόσχεσή της.

Ἡ ὑμνογραφία τονίζει αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς πτωχείας, ποὺ ὅμως δὲν ἦταν καθόλου φτώχεια. Στὸν Ὕμνο τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ στὰ Χριστούγεννα μιλᾶ ἡ Θεοτόκος στὸν νεογέννητο υἱό της καὶ τοῦ λέει:

“Δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ τὴ δούλη Σου, μήτε σπηλιά, γιατὶ κι αὐτὴ εἶναι ξένη. Στὴ Σάρρα, ὅταν γέννησε, δόθηκε κλῆρος πολύς, σὲ μένα οὔτε φωλιά”.

Ἡ Παναγία ὅμως δὲν διαμαρτύρεται. Ἐκεῖ θέλησε νὰ κατοικήσει ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ὁ κύριος τοῦ κόσμου. Αὐτὴ τὴν πτωχεία τιμοῦν οἱ ὑμνογράφοι ὡς “πτωχεία πλουσία”. Γι αὐτὸ δὲν ντρέπεται καθόλου, ὅπως θὰ ντρεπόταν μιὰ σημερινὴ καθωσπρέπει κυρία. Ἡ δόξα, ὁ θησαυρός, ἡ εὐπρέπεια, καὶ τὸ καύχημα τῆς Θεοτόκου εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος λάμπει ὡς φῶς μέσα στὸν νοῦ, στὸ σῶμα, στὴν καρδιά της. Καὶ στοὺς ποιμένες, ποὺ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὸ κοπάδι τους, χαρίζεται τὸ φῶς καὶ τὸ μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ στοὺς μάγους ποὺ πόθησαν τὸν Θεὸ χαρίζεται τὸ φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σὰν λύχνος τοῦ ἄστρου.

Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ ποθοῦν, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦν, σ’ αὐτοὺς ποὺ κοπιάζουν μὲ αὐταπάρνηση χαρίζεται ἡ θέα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ὡραιότητας. Οἱ ὑπόλοιποι εἴτε θὰ γίνονται ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας, συκοφαντώντας αὐτὰ ποὺ δὲν θέλουν νὰ γνωρίσουν, εἴτε θὰ ζοῦν ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεσποτικὸ τραπέζι. Κάποιοι ἐπιλέγουν τὸ πρῶτο. Οἱ περισσότεροι ἐπιλέγουν τὸ δεύτερο: δηλαδή, καλὴ καὶ ἡ ἐκκλησία, ἀλλὰ …μὲ μέτρο!

Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος
Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου
(ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία)