Όπως πολλά πράγματα στις ανθρώπινες κοινωνίες, έτσι και η σχέση μονών και οικείων επισκόπων περιέχει εντάσεις. Αιτία (ενίοτε αφορμή) η διαφορετική απάντηση στο ερώτημα: πού τελειώνει η αρμοδιότητα του επισκόπου και που η ελευθερία της μονής; Ή διαφορετικά, με ποιο τρόπο χωρά το “εκτός του κόσμου” στην εν τω κόσμω οργανωμένη εκκλησία;

Στην δυτική Ευρώπη ήδη από τον πρώιμο μεσαίωνα διακρίνει κάποιος την προς τον μοναχισμό επιφυλακτικότητα, έως και εχθρότητα, των παπών και φράγκων επισκόπων, οι οποίοι γενικώς φοβούνται τις αποκλίσεις από την επισκοπική ιεραρχική δομή. Φαίνεται πως το μοναστικό πνεύμα του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου δεν στέριωσε στην συνείδηση των διαδόχων του.

Εντελώς αντίθετη είναι η εικόνα που προβάλλει η αρχαία Ιρλανδική Εκκλησία. Η Κελτική παράδοση χαρακτηρίζεται από την κεντρική θέση των μονών και κλίνει αποφασιστικά προς το ιδεώδες της αφιέρωσης και της άσκησης. Η μονή ως πόλις και η αντίστοιχη απουσία του άστεως, αλλά προ πάντων η αγιότητα και το πνευματικό κύρος πολλών μοναχών διαμόρφωσαν το μοναστικό πρόσωπο των Κελτικών Εκκλησιών. Ως πνευματικό κέντρο της τοπικής εκκλησίας η μονή απολαμβάνει πλήρη αυτοτέλεια έναντι κάθε εξουσίας, ακόμη και του επισκόπου.

Η ανεξαρτησία αυτή δεν νοείται σε σχήμα αντιπαλότητας, αλλά στο πλαίσιο της λειτουργικής ενότητας των μελών του Σώματος του Χριστού. Οι μονές τιμούν τον αρχιερέα, ο οποίος συνήθως εγκαταβιοί σε κάποια μονή, δίχως η παρουσία του να επηρεάζει την πνευματική και διοικητική αυτοδυναμία της. Ο ηγούμενος, και αντίστοιχα η ηγουμένη, αναγνωρίζονται ως κεφαλή της μοναστικής τους οικογένειας, ενώ η δικαιοδοσία μιάς μεγάλης μονής ενδέχεται να περιλαμβάνει και θυγατρικά ιδρύματα.

Η θέση των μονών ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται στην Κελτική παράδοση ένα αποκλειστικό κέντρο αυθεντίας. Οι επίσκοποι δεν μονοπωλούν τον απαρτισμό των συνόδων, στις οποίες μετέχουν και ηγούμενοι και αναχωρητές, τοπικοί βασιλείς και εκπρόσωποι των γραμμάτων.

Ποιά είναι η αντίστοιχη κατάσταση στην Ανατολή; Κατά κανόνα τα μοναστήρια απολαμβάνουν πλήρη εσωτερική αυτοτέλεια. Κατά τον Μ. Βασίλειο, ο καθηγούμενος μοιράζεται τις διοικητικές αρμοδιότητες με τους πρεσβύτερους αδελφούς. Οι ποιμένες και διδάσκαλοι παραλαμβάνουν την πνευματική εξουσία που έδωσε ο Χριστός στον Πέτρο. Και ο καθηγούμενος, διάδοχος του Πέτρου, φέρει την αποκλειστική ποιμαντική μέριμνα. Έτσι, η μονή καθεαυτήν αποτελεί μια τοπική εκκλησία, χωρίς βέβαια να θίγεται η ενότητα του εκκλησιαστικού Σώματος.(1) Μετά τις ρυθμίσεις της 4ης Οικουμενικής συνόδου, ο ηγούμενος ή η ηγουμένη, σύμφωνα με το “έθος”, προχειρίζονται από τον οικείο αρχιερέα ή τον επίσκοπο ΚωνΠόλεως. Πρόκειται για τυπική έγκριση της αποφάσεως της αδελφότητος ή του προεστώτος που ορίζει τον διάδοχό του. Μάλιστα βλέπουμε ότι ο αρχιμανδρίτης της μονής Συκεώνος είναι πνευματικός ηγήτορας όλων των μονών που ιδρύει, ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιφέρειας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Ο ρόλος αυτός παραπέμπει στην αντίστοιχη παράδοση των μεγάλων Ιρλανδών ηγουμένων.

Ωστόσο, η βασιλική παραχώρηση ασυλίας και η άμεση υπαγωγή στην ΚωνΠολη φημισμένων μονών μαρτυρεί το αίτημα μεγαλύτερης ανεξαρτησίας και προστασίας των μονών από παρερμηνείες και καταχρήσεις της “δεούσης προνοίας” εκ μέρους αντιμοναχικών επισκόπων. Από την άλλη μεριά, περιστασιακές προστριβές μονών και επισκόπων αφορμώνται και από παρεμβάσεις των μοναχών σε θέματα όπου θίγονται πολιτικές και εκκλησιαστικές ισορροπίες ή και συμφέροντα.

Μια μαύρη κηλίδα υπάρχει στη νεότερη ελληνική ιστορία. Με την ίδρυση του νέου ελληνικού Κράτους η χώρα υπέστη τη διάλυση όλων σχεδόν των γυναικείων μονών και την απαγόρευση ιδρύσεως νέων. Οι μοναχές κάτω των 40 ετών έπρεπε να παρουσιασθούν ενώπιον του τοπικού αρχιερέως και να αποποιηθούν τις μοναστικές τους υποσχέσεις. Δεν ήταν μόνον ένα πλήγμα για τον μοναχισμό. Σηματοδοτούσε τη στροφή προς μια νέα αντίληψη, διαποτισμένη και διαμορφωμένη από τις αρχές του σκεπτικισμού, του ωφελιμισμού και του εγκόσμιου ασκητισμού, οι οποίες είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη. Ασφαλώς, η οριακή ζωή των μοναχών υπήρξε πάντα προκλητική για τα πιο κοσμικά χριστιανικά μυαλά. Όμως, τώρα η αστικοποίηση και εκκοσμίκευση της κοινωνίας παρήγαγε την νέα αντίληψη ότι ο μοναχισμός είναι αναχρονιστικός και άχρηστος.

Ο μοναχικός θεσμός έχει βέβαια αποκατασταθεί στη συνείδηση των ποιμένων. Στην πράξη, ωστόσο, όχι μόνο η άνθιση αλλά η ίδια η ύπαρξη των μονών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις θέσεις και διαθέσεις των τοπικών επισκόπων. Ακόμη κι αν θεωρητικά οι ηγέτες της Εκκλησίας έχουν εγκολπωθεί το μοναστικό ιδεώδες, στις νομοθετικές ρυθμίσεις φαίνεται η διάθεση να περικλεισθεί ο μοναστικός κόσμος στον απόλυτο έλεγχό τους. Αν και η διοίκηση μιας μονής ρυθμίζεται από τον εσωτερικό της κανονισμό και βρίσκεται στα χέρια του μοναστικού συμβουλίου, κάθε ρύθμιση δυνητικά αίρεται μπροστά στο ύψιστο αίτημα της υπακοής στον επίσκοπο. Μερικοί επίσκοποι μάλιστα φαίνονται ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις “κανονικές” σχέσεις μοναχών και επισκόπου, ενώ στην πραγματικότητα εκδηλώνουν αυταρχισμό και ανταγωνιστικό πνεύμα.

Μπορεί κανείς να αναζητήσει τις αιτίες τεταμένων σχέσεων στη θέληση για δύναμη και κυριαρχία, που αναπληρώνει αντίστοιχες μειονεξίες (και δεν αφήνει έξω ούτε επισκόπους ούτε μοναχούς). Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι και μια νέα “επισκοποκεντρική” ερμηνεία της εκκλησίας, η οποία φαίνεται να αρχίζει και να τελειώνει στην Ευχαριστιακή σύναξη, όπου προεδρεύει ο επίσκοπος.(2)

Έτσι, παρά την όποια φιλομοναχική ρητορική, συντηρείται εκ μέρους μερίδας επισκόπων η αντιμετώπιση των μονών ως ιδρυμάτων, αν όχι τιμαρίων, των μητροπόλεων. Η πρόοδος και άνθιση είναι περισσότερο εξασφαλισμένα για τον μικρό αριθμό των μοναστικών ιδρυμάτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία μακρινής εκκλησιαστικής αρχής, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Οι τακτικές αυτές είχαν παλαιότερα στηλιτευθεί από τον Διονυσιάτη ηγούμενο Γαβριήλ, ενώ ο όσιος Παΐσιος με το χαρακτηριστικό του χιούμορ αναφέρεται σε επισκόπους που επεμβαίνουν σαν καλές πεθερές δημιουργώντας προβλήματα. Στις ίδιες γραμμές ο γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης εκφράζει παράπονο για τις αυθαίρετες επεμβάσεις των επισκόπων, ως αιτίες αδιεξόδων. Όπως λέει, η μονή αποτελεί μια οικογένεια με τη δική της ζωή και τον δικό της ρυθμό, και παρουσιάζει το Περιβόλι της Παναγίας ως το πιο ισορροπημένο και αποτελεσματικό οργανωτικό μοντέλο.

Είναι αλήθεια ότι η συνέχεια της μοναστικής παράδοσης στην Ελλάδα και η εγγενής κλίση της ελληνικής ψυχής προς την ελευθερία και τις προσωπικές σχέσεις διατηρούν τον σύγχρονο ελληνικό μοναχισμό σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ότι είναι σε άλλες παραδοσιακά Ορθόδοξες χώρες.

Ειδικότερα στην Εκκλησία της Ρωσίας το φαινόμενο – με εξαιρέσεις – φαίνεται να αγγίζει τα όρια ασιατικού δεσποτισμού. Ελάχιστα ο Έλληνας που δεν έχει γνωρίσει τη μεγάλη αυτή χώρα μπορεί να συλλάβει την ολοκληρωτική νοοτροπία, όπως εκφράζεται στη σχέση των μοναχών με τους επισκόπους, στη σχέση των επισκόπων με τον προκαθήμενό τους, στις σχέσεις του λαού με τον κλήρο. Οι μοναχοί αντιμετωπίζονται ως κατώτερος κλήρος της επισκοπής, οι μοναχές ως υπηρετικό προσωπικό των επισκόπων (και των φιλοξενουμένων τους) οι δε αρχιερείς μένουν αυταρχικοί φορείς απόλυτης και αδιαμφισβήτητης εξουσίας και αυθεντίας.

Μεταξύ των μηνυμάτων του αρχαίου μοναχισμού είναι ο αλληλοσεβασμός, η πνευματική ελευθερία, και η αγάπη πού κάνει την ιεραρχική πυραμίδα να αναποδογυρίζει. Το παράδειγμα υπάρχει στην ιστορία αλλά και σε φωτεινά πρόσωπα του σήμερα. Και η ελπίδα αναπτερώνεται με την επίγνωση ότι η χάρις του Θεού πάντοτε εργάζεται.

Ιερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός

1.Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, Κεφ. ΚΒ΄, ΒΕΠ 57,55.24-33) Βλ. περισσότερα Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Οι Εραστές της Βασιλείας, Άγιον Όρος, 2009, σ. 145εξ.

2. Σχετικά βλ. Χρυσοσόμου Κουτλουμουσιανού, Ένας και Τρεις. Η Τριαδική Μοναρχία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Άγιον Όρος, 2018.