Εδώ και αρκετά χρόνια στα θεολογικά πράγματα κερδίζει έδαφος μια θεωρία, η οποία διαμορφώνει ένα καινούργιο ήθος. Πρόκειται για τη λεγόμενη θεολογία του προσώπου. Ενώ δέχεται σήμερα κριτική από Έλληνες και ξένους, εν τούτοις έχει διαποτίσει ένα μεγάλο μέρος του Ορθόδοξου κόσμου, κυρίως στον χώρο του κλήρου.
Επειδή η θεολογία αυτή δεν είναι τόσο απλή στη σύλληψη και διατύπωσή της, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με αδρές γραμμές τα βασικά της σημεία για τους μη ειδικούς, ως αφορμή για περισσότερη μελέτη, και να παρουσιάσουμε επιγραμματικά τις συνέπειές της.
Αρχιτέκτων του θεολογικού αυτού οικοδομήματος είναι ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης (Ζηζιούλας), ο οποίος αντλεί σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Χ. Γιανναρά αλλά και από τη νεότερη φιλοσοφική παράδοση.
Θεμέλιο του οικοδομήματος είναι μια νέα οντολογία, που διασπά το πρόσωπο (θείο ή ανθρώπινο) από τη φύση (θεία ή ανθρώπινη αντιστοίχως). Θέλει το πρόσωπο να “προηγείται” της φύσεώς του, να είναι πάνω και ανεξάρτητο από αυτήν. Όσο δύσκολο κι αν είναι να κατανοηθεί αυτό, έχει την ακόλουθη “λογική”:
Η φύση ταυτίζεται με την ανάγκη: κάθε φυσικό είναι αναγκασμένο (τούτο χρησιμοποίησε ο Άρειος, για να πει ότι ο Υιός δεν είναι έργο της φύσεως του Πατέρα.) Ακόμη και η λογική (ανθρώπινη) φύση υποτάσσει τον άνθρωπο σε τυφλούς νόμους που προκαθορίζουν το είναι του. Τον αναγκάζει να είναι άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, με αυτά κι εκείνα τα ψυχικά ή σωματικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς, η θέληση, η ελευθερία, η αγάπη, δεν μπορούν να θεωρούνται χαρακτηριστικά της κοινής φύσης. Αποκλειστική πηγή τους θεωρείται τώρα το πρόσωπο. Δηλαδή, εγώ θέλω και αγαπώ, θέλω να είμαι άνδρας ή γυναίκα, θέλω να είμαι ελεύθερος κ.ο.κ., όχι επειδή η ανθρώπινη φύση με κάνει κοινωνό αυτών των κοινών ιδιωμάτων (δηλ. όχι επειδή είμαι άνθρωπος), αλλά στο βαθμό που ως πρόσωπο “δραπετεύω” από τη φύση μου. Αποτέλεσμα, η ενίσχυση του εγωκεντρικού, “μοναδικού” κι “ανεπανάληπτου” προσώπου, το οποίο “εξίσταται” του κοινού της φύσεως, για να συναντήσει δήθεν τους άλλους. Έτσι έχουμε “κοινωνία προσώπων”, “σχέση”, “ετερότητα” και άλλα ασαφή κλισέ. Έτσι, και η ομοφυλοφιλία (σύμφωνα με καθηγητή-κληρικό εκ Βοστώνης) μπορεί να ερμηνευθεί ως ευγενής προσωπική έκφραση υπέρβασης της φύσεως—όχι, ωστόσο, ο γάμος.
Η έννοια του προσώπου εμπεριέχει την ιεραρχία. Διότι, αφού δεν υπάρχει πια η φύση για να ενώσει τα πρόσωπα, κι αφού κάθε πρόσωπο έχει το δικό του ξεχωριστό θέλημα, τη δική του νοοτροπία, το δικό του τρόπο προσέγγισης της αλήθειας, προκύπτει η ανάγκη ενός πρώτου, στον οποίο ενώνονται όλοι. Σ’ αυτόν πρέπει να αναγνωρισθεί απόλυτη αυθεντία.
Το πρωτοποριακό είναι ότι η θεωρία αυτή βρίσκει πλατφόρμα εδραίωσης μια ιδιότυπη διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος. Ο ίδιος ο Θεός, για να είναι ελεύθερος, πρέπει να καθορίζει ο ίδιος τη φύση Του, το πρόσωπο πρέπει να “προηγείται” της Θείας φύσεως. Έτσι, η ελευθερία, η αγάπη, το θέλημα (τα οποία, κατά τους Πατέρες σε Ανατολή και Δύση, αποτελούν γνωρίσματα της μιάς και ακατάληπτης Θείας φύσεως) τώρα αποσπώνται από τη φύση και θεωρούνται ιδιότητες του πρόσωπου το Θεού-Πατρός. Αυτός αποφασίζει ελεύθερα –ως πρόσωπο– να είναι Θεός, και αποφασίζει –ως πρόσωπο– να είναι ο Θεός Τριάς. Αποτέλεσμα είναι ένα είδος υποταγής των δύο άλλων προσώπων στο πρόσωπο του Πατρός.
Αυτό το σχήμα πρέπει να υπάρχει και στην Εκκλησία: ο πρώτος-μονάρχης μέσα στην τοπική εκκλησία, αλλά και ο πρώτος ανάμεσα στους πρώτους (και μάλιστα όχι ως μεταξύ ίσων).
Το “πρόσωπο” του πρώτου θεωρείται ως ο “τόπος” στον οποίο κοινωνούν όλοι οι άλλοι. Έτσι, Ορθόδοξοι (ακαδημαϊκοί) θεολόγοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι η πίστη τόπος ενότητας, ούτε η λατρεία, αφού αυτά αποτελούν “απρόσωπους” παράγοντες. Πιο απλά, οι πιστοί δεν είμαστε ένα σώμα επειδή έχουμε την ίδια ορθόδοξη πίστη ή συναζόμαστε σε κοινή λατρεία, αλλά επειδή μας ενώνει ο ένας πρώτος (ο οποίος δεν είναι ο Χριστός, αλλά η εικόνα Του επί γης, ο επίσκοπος). Αυτό δεν απέχει από την επίσημη θέση του Ρωμαιοκαθολικισμού, ότι η “πέτρα”, στην οποία ο Χριστός στήριξε την Εκκλησία δεν είναι η πίστη, αλλά το πρόσωπο του Πέτρου.
Η ίδια αντίληψη μειώνει και τη σημασία της συνοδικότητας, αφού η σύνοδος τελικώς θεωρείται ένας απρόσωπος θεσμός. Η αμφισβήτηση του θεσμού του πρώτου ατυχώς χαρακτηρίσθηκε από επίσημο στόμα “αίρεση” (την ίδια στιγμή που η λέξη “αίρεση” επιμελώς αποφεύγεται, όταν γίνεται λόγος για τους πραγματικά ετερόδοξους).
Τελικώς, όμως, η θεωρία αυτή αναιρεί αυτό που θέλει να σώσει, δηλ. το πρόσωπο, τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Ο οποίος χάνεται στο αυστηρά ιεραρχικό σχήμα, στη θέληση του πρώτου. Έτσι, έχει γραφεί ότι ο ρόλος των λαϊκών γενικώς μέσα στην Εκκλησία είναι να εκφωνούν το “Αμήν” στη λατρεία! Άλλωστε, σύμφωνα με την εκκλησιολογία αυτή, η εκλογή κάποιου στη θέση του πρώτου τον καθιστά αυτομάτως εκφραστή του θείου θελήματος και της συλλογικής συνείδησης της Εκκλησίας.
Αυτό υπήρχε ήδη στη Δύση. Αλλά οι Ρωμαιοκαθολικοί ποτέ δεν σκέφθηκαν να το θεμελιώσουν στην Αγία Τριάδα. Γι αυτό και συντάσσονται και επικροτούν την πρωτοπορία των Ορθοδόξων θεολόγων.
Τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο τραγικά, αν όλα αυτά παρουσιάζονταν ως η ενδιαφέρουσα θεωρία ενός σημαντικού θεολόγου. Το πρόβλημα είναι ότι προβάλλονται (με πρωτοφανή ζήλο μάλιστα) ως η πεμπτουσία της Ορθόδοξης θεολογίας. Και επειδή οι περισσότεροι νέοι θεολόγοι γνωρίζουν τους Πατέρες όχι από τα έργα τους, αλλά από τα συγγράμματα άλλων συγχρόνων στοχαστών, καταλαβαίνει κάποιος πώς μπορεί ένα λάθος όχι μόνο να διαιωνίζεται, αλλά να αποκτά την ισχύ του αυτονόητου.
Όμως, η παράδοση των αγίων είναι ζωντανή, και τα γραπτά των θεοφόρων Πατέρων παραμένουν εις κοινή θέα και σπουδή—τουλάχιστον για όσους απέμειναν να μελετούν αληθινά. Σε αυτούς τους θεόπτες και υπηρέτες του Λόγου οφείλουμε πάντοτε να καταφεύγουμε. Διαφορετικά θα στροβιλιζόμαστε από ιδέες και θεωρίες που εντέλει εξυπηρετούν ανθρώπινα πάθη.
Ιερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
Οι θέσεις αυτές, με αναφορές στις πατερικές πηγές, αποτελούν μέρος του βιβλίου The One and the Three: Nature, Person and Triadic Monarchy in the Greek and Irish Patristic Tradition, Cambridge 2015.
Φωτογραφία: De Grebber (17ος αι.), Ο Θεός-Πατήρ καλεί τον Υιό να καθίσει εκ δεξιών του (έκφραση της Δυτικής μοναρχικής αντίληψης)