Υπάρχει μια λέξη βαρειά και μεστή, που αποδίδει ένα χαρακτηριστικό τού απερίγραπτου Θεού, και για την οποία οι Άγιοι του 4ου αιώνα αγωνίσθηκαν πολύ. Είναι η λέξη Ομοούσιος. Δεν είναι και τόσο ακατανόητη, εφόσον όλοι, λίγο ως πολύ, γνωρίζουμε ότι δηλώνει την μία ουσία του Τριαδικού Θεού, ότι ο Θεός, παρότι γνωρίζεται σε τρεις υποστάσεις, είναι Ένας. Δεν είναι τρείς οντότητες που σχετίζονται κάπως μεταξύ τους, αλλά μία ουσία και φύση.

Οι Χριστιανοί, επειδή μιλούσαν για τον Υιό και τον Πατέρα και το Πνεύμα, κατηγορήθηκαν αρχικά για τριθεΐα. Προκειμένου να αποκρούσουν την κατηγορία αυτή,  κάποιοι θεολόγοι υποβίβασαν τον Υιό και το Πνεύμα, και τους “υπέταξαν” στον Πατέρα. Οι Πατέρες όμως επέμειναν στην ταυτότητα της ουσίας των θείων Προσώπων, που σήμαινε και ισοτιμία. Συμπεριέλαβαν τον όρο “ομοούσιος” στο Σύμβολο της Πίστεως, για να δηλώσουν ότι ο Θεός είναι ένας, διακρινόμενος σε τρεις υποστάσεις, και ότι οι υποστάσεις αυτές είναι τέλειες (η κάθε μία είναι ο τέλειος Θεός) και ασύγχυτες. Η πίστη αυτή αποτυπώνεται πολύ έντονα στην υμνογραφία της Εκκλησίας:

Μονάς τρισυπόστατε, Τριάς ἑνικωτάτη, Κυριαρχία Φύσις, ἰσοκλεής, Πάτερ, Υἰἐ, και θεῖον Πνεῦμα, σῶσον πάντας ἡμᾶς (Τετάρτη α΄ εβδομάδας Τριωδίου).

Συνάμα οι Πατέρες γνώριζαν ότι δεν μπορούμε από τα ανθρώπινα να γνωρίσουμε το θείο μυστήριο, ότι δεν υπάρχει κάποια αναλογία ως προς την ύπαρξη (όπως πολύ αργότερα είπαν οι δυτικοί σχολαστικοί διδάσκαλοι, με αποτέλεσμα να κάνουν τον Θεό εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας).

Ο Θεός δεν είναι ένας και τρεις κατά τον ίδιο τρόπο που ο άνθρωπος είναι ένας (μία ανθρώπινη φύση) και πολλοί. Όπως λέγει η πατερική παράδοση, στην ανθρώπινη κοινωνία τα πρόσωπα είναι ξεχωριστά και διακριτά “πράγματι”, μας χωρίζει ο τόπος και ο χρόνος και η ύλη, και η ενότητά μας γίνεται αντιληπτή ως αποτέλεσμα σκέψης. Αντιθέτως, στον Άκτιστο Θεό αυτό που βλέπουμε και “κοινωνούμε” είναι το Ένα, ενώ τα τρία είναι αποτέλεσμα σκέψης. Τούτο εννοεί και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγοντας “στον Θεό η ενότητα προηγείται των διακρίσεων”.

Μέσα στην μία Φύση και Ουσία υφίστανται τα θεία Πρόσωπα, εκ των οποίων ο Πατήρ είναι αιτία των άλλων: από τον Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα. Δεν προέρχεται όμως από τον Πατέρα η ουσία της Θεότητας. Κοινή ουσία σημαίνει κοινή δόξα, χάρη, θέληση, αρχή, ενέργεια. Κατά καμία άποψη ο Πατήρ δεν είναι ανώτερος του Υιού, λέγει πάλι ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Ο Υιός είναι συναΐδιος (δηλαδή άχρονος και άκτιστος όπως ακριβώς ο Πατήρ), είναι συνάναρχος, και η γέννησή του “έργο της θείας φύσεως” (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής, 8).

Τα Πρόσωπα είναι ενωμένα κατά την ουσία. Η κοινωνία των Τριών δεν είναι κοινωνία προσώπων, αλλά κοινωνία ουσίας και  ουσιωδών ενεργειών, δηλαδή κοινωνία φύσεως. Το κοινόν, το συνημμένον, γνωρίζεται στην ουσία. Υπάρχει και η σχέση των Προσώπων. Σχετίζονται τα Πρόσωπα ως προς τον τρόπο υπάρξεώς τους (ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός, το Πνεύμα εκπορευτόν), αλλά ο τρόπος αυτός είναι ακατάληπτος. Όμως, όλα τα ουσιώδη ιδιώματα της Αγίας Τριάδας (δόξα, μεγαλοπρέπεια, βασιλεία, παντοδυναμία, μακροθυμία, αγάπη) ανήκουν και στα τρία Πρόσωπα. Η ουσία και η ενέργεια τού Θεού, δηλαδή η φύση Του, είναι το “κοινόν” των Τριών.

Άλλο είναι η σχέση και άλλο η κοινωνία. Μπορεί να υπάρξει σχέση μεταξύ προσώπων, αλλά δεν νοείται “κοινωνία προσώπων”, αφού αυτό που κάνει τα πρόσωπα να είναι πρόσωπα είναι η ακοινώνητη διάκρισή τους. Ο Γιώργος μπορεί να έχει σχέση με τον Γιάννη, αλλά δεν κοινωνούν ο ένας το “πρόσωπο” του άλλου, δεν υπάρχει συμφυρμός προσώπων. Αλλά ο Γιώργος και ο Γιάννης δεν είναι μόνο πρόσωπα, είναι και άνθρωποι, έχουν μία κοινή φύση, και τούτο είναι η κοινωνία μεταξύ τους. Υπάρχει και μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Όταν και οι δύο κοινωνούν την χάρη της Τριαδικής Θεότητας. Γι’ αυτό και ο απόστολος Πέτρος γράφει ότι γινόμαστε “κοινωνοί θείας φύσεως”. Γι’ αυτό και η Εκκλησία λέγεται “κοινωνία θεώσεως”.

Βεβαίως η θεία φύση και η ανθρώπινη φύση δεν είναι απρόσωπες. Πάντοτε φανερώνονται σε πρόσωπα. Και ο Θεός μάς αποκαλύπτεται ως πρόσωπο, και μας καλεί σε μια προσωπική σχέση. Αλλά, όπως κατά την ενανθρώπιση ο Χριστός δεν ενώθηκε με ανθρώπινα πρόσωπα, αλλά ένωσε μέσα του (ασυγχύτως) την φύση την ανθρώπινη με την θεία φύση, στην ίδια αυτή κοινωνία των φύσεων μετέχουμε και εμείς, όποτε κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα Του, όποτε προσευχόμεθα αληθινά, όποτε ενεργούμε όπως ενεργούσε ο Χριστός. “Μετέχουμε στην θεία φύση του Χριστού”, λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, “και από την δύναμή της προκόπτουμε προς το θειότερον”.

Σήμερα από κάποιους φημισμένους θεολόγους το “ομοούσιον” θεωρείται ξεπερασμένο. Η καινούργια αυτή διδαχή προτιμά να μιλά για τον Θεό ως “σύνοδο” προσώπων. Καταλαβαίνει κάποιος ότι η πρώτη διατύπωση δίνει έμφαση στην ουσία, ενώ η δεύτερη στη σχέση.

Όμως, τί είναι αυτό που ενώνει τα πρόσωπα, αν αυτά είναι υπεράνω της κοινής ουσίας, αν είναι “ελεύθερα” από τη φύση τους; Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, το μόνο που μπορεί να τα ενώσει είναι ένα πρόσωπο, ένας πρώτος. Σ’ αυτόν υποτάσσονται όλοι, από αυτόν απορρέουν τα πάντα. Αυτό συμβαίνει στην ίδια την Τριαδική Θεότητα. Κατ’ αναλογίαν, η Εκκλησία, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, εικονίζει την Αγία Τριάδα του …Πρώτου. Αφού αυτός, ως πρόσωπο, είναι ο τόπος της ενότητος, μπορεί να μιλά, να αποφαίνεται, και να αποφασίζει ερήμην άλλων προϋποθέσεων: ερήμην της πίστεως, της χάριτος, της παραδόσεως, της χορείας των Αγίων. Έτσι, ο πρώτος (ο κάθε πρώτος) γίνεται ο νέος πατήρ της Εκκλησίας, καθιστώντας, στην πράξη, περιττούς όλους τους προηγούμενους!

Ο Θεός να μας φυλάει από τον πειρασμό να νομίζουμε ότι είδαμε την Αγία Τριάδα στο μικροσκόπιο, και να την αναπλάθουμε κατ’ εικόνα των ανθρωπίνων σχέσεων.

 

Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου