Στὸ διάσημο ποίημά του Ἄρνησις, ποὺ πολλὲς γενιές τὸ τραγούδησαν, ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἀναφέρει: “Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή / τί πόθους καὶ τί πάθος / πήραμε τὴ ζωή μας”. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἄνω τελεία, καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ λέξη «λάθος» καὶ ὁ παρακάτω στίχος, “κι ἀλλάξαμε ζωή”. Μὲ τὴ στίξη αὐτὴ δηλώνεται ὅτι, ἐνῶ ξεκινᾶμε μὲ ἰσχυρὸ ἐξοπλισμὸ καὶ εὐνοϊκὲς προδιαγραφές, αἴφνης κάποιο λάθος ἔρχεται νὰ ἀνακόψει τὴν πορεία μας. Ὀφείλεται τοῦτο τὸ λάθος σὲ ἐξωγενεῖς παράγοντες; Βρίσκεται ἔξω ἀπὸ μᾶς καὶ μᾶς καθορίζει; Ὁ ποιητὴς σκοπίμως μᾶς ἀφήνει μετέωρους, διαλύοντας τὶς βεβαιότητές μας.
Φαίνεται ὅτι τὸ λάθος εἶναι ἀκριβῶς τοῦτο: νὰ νομίζουμε πώς, ἐπειδὴ βάλαμε καρδιά, πνοή, πόθους, πάθος, γι’ αὐτὸ καὶ μόνο θὰ πᾶνε ὅλα κατ’ εὐχήν. Παρεμβαίνει τότε κάποιος ἀστάθμητος παράγοντας. Μιὰ κρίση ποὺ ἐπισημαίνει ὄχι ἁπλῶς μιὰ ἐξωγενῆ παρεμβολή, ἀλλὰ κάποιο στοιχεῖο δυσλειτουργίας ἐσωτερικῆς, κάποιο λάθος σὲ ἐπίπεδο …κρίσης. Μὲ τὴν κριτικὴ λειτουργία θέτουμε τὶς προτεραιότητες τῆς ζωῆς μας, θέτουμε στόχους καὶ τακτικές, ἐλέγχουμε τὰ κίνητρά μας. Μὲ τὴν κρίση εἴτε ἀκολουθοῦμε τὴ φυσικὴ ὁδὸ εἴτε τρόπους ἐνάντιους στὶς προδιαγραφές μας, τρόπους φθοροποιοὺς καὶ ἀδιέξοδους. Ἐδῶ εἶναι τὸ κομβικὸ σημεῖο. Ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀδιέξοδου συνωθεῖ ἢ στὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς –τὴ μετάνοια– ἢ στὴν ἀπόρριψη τῆς ζωῆς καὶ τὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ.
Ὁ Ἀμερικανὸς συνάδελφος τοῦ Σεφέρη Robert Frost, φιλοσοφώντας πάνω στὶς δύο θεωρίες καταστροφῆς τοῦ κόσμου –τὸ παρανάλωμα ἀπὸ φωτιὰ ἢ τὸν παγετό– ὁμολογεῖ στὸ ποίημά του Φωτιὰ καὶ Πάγος πὼς ἡ γεύση τοῦ πάθους τὸν κάνει νὰ κλίνει πρὸς τὴν πρώτη ἄποψη, τὴν ἐκπύρωση, ὡστόσο, ἂν ὁ κόσμος ἦταν νὰ καταστραφεῖ διπλᾶ, ξέρει καλὰ τὴ δύναμη τοῦ μίσους, ὥστε νὰ δεχθεῖ ὅτι καὶ ὁ παγετὸς εἶναι ἐπαρκὴς νὰ ἀφανίσει τὸν κόσμο. Τὸ πῦρ τοῦ ἀφανισμοῦ εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, καὶ ὁ παγετὸς τὸ μίσος. Ἀνάγει ἔτσι ὁ ποιητὴς τὶς αἰτίες τῆς ὁλικῆς καταστροφῆς σὲ ἐνδογενεῖς παράγοντες, σὲ κάποια δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, πρὶν ἐπεκταθεῖ στὸ κοινωνικὸ ἢ φυσικὸ περιβάλλον.
Ὅλες οἱ μορφὲς τοῦ κακοῦ ἔχουν ἕναν κοινὸ παρανομαστή: τὴν ἰδιοτέλεια. Αὐτὴ βρίσκεται στὴ βάση τοῦ πολιτισμοῦ μας, κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς καθημερινές μας νοοτροπίες: τὸ “κοιτάζω τὴ δουλίτσα μου, τὸ σπιτάκι μου, τὰ λεφτουδάκια μου”. Ἡ ἰδιοτέλεια τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Καὶ ὁ φόβος τοῦ θανάτου μεγαλώνει ὅσο μειώνεται ἡ ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἔξω ἀπὸ τὴ σχέση αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος γαντζώνεται στὴν καθημερινὴ ἀμεσότητα, τὴν κατοχὴ πραγμάτων, τὴν ἐπιβεβαίωση μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση ὅποιας μορφῆς βίας καὶ ἐξουσίας –βάρβαρης ἢ ἐκλεπτυσμένης, δὲν ἔχει σημασία. Ἡ ἄντληση τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ ἐπιφέρει ὑπαρξιακὸ ἄγχος καὶ πανικό, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι περιορισμένη, παροδική, εὔθραυστη. Κι ὅσο μεγαλώνει αὐτὸς ὁ πανικός, τόσο αὐξάνει ἡ ἄμυνα ἔναντι πάντων. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ρήξη, βραχυκύκλωμα, σκότωση, μιὰ πραγματικὴ κρίση λειτουργίας τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης.
Ἂς μὴ συκοφαντοῦμε τὴ φύση. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπέμεναν ὅτι τὸ φυσικὸ δὲν εἶναι οὔτε κακὸ οὔτε ἀναγκασμένο. Οἱ ἀδικίες, ὁ φθόνος, ἡ ἀπληστία, ἡ καταδυνάστευση, δὲν ἀνήκουν στὴ στόφα τῆς φύσης, εἶναι μίγμα τῆς προαίρεσης. Τὸ κακὸ εἶναι προσωπικό. Γεννιέται καὶ πεθαίνει στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὡς παράσιτο.
Ἐντούτοις τὸ κακὸ παίρνει κοινωνικὲς μορφὲς ποὺ εἰσβάλλουν στὴ ζωή μας. Σήμερα μάλιστα μεταλλάσσεται συνεχῶς, φορεῖ ἀγαθὰ προσωπεῖα. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ κυβέρνηση, ὁ διεθνὴς ἀνθρωπιστικὸς ὀργανισμός, ἕνας εὐαίσθητος σωτήρας. Τὰ πιὸ κραυγαλέα ψέματα ἐκτοξεύονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ψηφισμένους ταγούς, καὶ οἱ χειρότεροι φασισμοὶ χτίζονται πάνω στὴν ἐπίφαση τῆς κοινωνικῆς μέριμνας καὶ δικαιοσύνης. Αὐτὸ τὸ κακὸ ἔρχεται νὰ ἐπηρεάσει τὴν προσωπική μας ζωή. Σὲ ποιό βαθμὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει; Στὸ βαθμὸ ποὺ τοῦ ἐκχωροῦμε τὴν ψυχή μας. Ὁ ἱερομάρτυρας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς σὲ ἐποχὲς δεινὲς καὶ μαῦρες ἔλεγε στὸ δουλωμένο γένος: “Ὅλα νὰ σᾶς τὰ πάρουν, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ψυχή σας δὲν μποροῦν νὰ τὰ πειράξουν.” Βεβαίως, ὁ Χριστὸς δὲ δίνει συνταγὲς ἀνθόσπαρτου βίου. Δίνει σταυρὸ καὶ ἀνάσταση. Εἶναι ὁ ἴδιος τὸ μέγα πάθος καὶ ὁ μέγας πόθος, μέσα στὸν ὁποῖο θεραπεύεται τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος.
Συνέβη κάποιο λάθος. Ὅσο κι ἂν ὁ πόθος καὶ τὸ πάθος κινητοποίησε τὰ ὄνειρά μας, ὡστόσο, τὸ ἀντικείμενό τους ἦταν κάποιο εἴδωλο. Τὸ εἴδωλο τοῦ ἐπαγγελματικὰ ἐπιτυχημένου, τοῦ κοινωνικὰ ἀναγνωρισμένου, τοῦ χρυσοῦ τεχνοκράτη, τὸ εἴδωλο ἑνὸς Θεοῦ-ἑαυτοῦ. Ἡ προτεραιότητά μας ἤ, ἂν θέλετε, τὸ ὄνειρό μας ἦταν μιὰ μικρὴ ἢ μεγάλη θεσούλα στὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἔγινε δεύτερη φύση, φαίνεται δύσκολο, παρὰ τὴν κρίση, νὰ ὑπερβοῦμε τὸ διχασμὸ τῶν μικρόνοων συμπεριφορῶν καὶ εὐτελῶν συμφερόντων.
Ἡ ζωή μας ἔγινε ἕνα τυφλὸ κυνηγητὸ ἀνάδειξης καὶ ἐπιτυχίας, εἰκόνα χωρὶς περιεχόμενο, μηχανιστικὴ τελετουργία, μαγεία σὲ συνταγὲς εὐμαροῦς βίου μὲ τὰ πλαστικὰ ὑλικὰ τοῦ μετα-νεωτερικοῦ μύθου. Ἀπόντες ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, τὴν προσωπική μας ἱστορία καὶ τὴν ἀπασχόλησή μας, τουτέστιν ἀνεύθυνοι, ἀγανακτοῦμε μόνον ὅταν περιστέλλονται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ αἰσθανόμαστε ἀνακούφιση, γιατὶ πάντα κάποιος ἄλλος φταίει γι’ αὐτό, κι ἂν ἀκόμα ἐγὼ πουλήσω τὴ μάνα μου καὶ τὸν πατέρα μου, πάλι κάποιος ἄλλος θὰ φταίει γι’ αὐτό, τί νὰ ἔκανα ὁ ἄμοιρος ἐγώ, ποὺ ἀκόμη κι ὁ Θεὸς μὲ ἐγκατέλειψε! Παρηγοριά μου ἡ τηλεόραση μὲ τὴ διαστροφική της σαγήνη. Καὶ καλῶς μᾶς βρῆκες κατάθλιψη, ἔρημους, μὲ τὴ νοσταλγία ἢ τὴ νευρωσικὴ ἐκτόνωση τῆς καλοζωίας. Ἐδῶ πιὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε καρδιὰ καὶ πνοή, οὔτε πόθος καὶ πάθος, παρὰ μόνο μηχανικὴ διεκπεραίωση ἀπὸ αἰωρούμενα πολύσπαστα. Τὸ λάθος πιὰ εἶναι τόσο βαθύ, βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς ὕπαρξης, εἶναι τὸ ὅτι χάθηκε ὁ ἄξονας: “Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ” (Ματθ. 6,33), καὶ “πάντα ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς” (Ματθ. 7,12).
Ἂς θυμηθοῦμε τὸν ἀρχέτυπο πειρασμό, αὐτὸν ποὺ δέχθηκε ὁ Χριστὸς στὴν ἔρημο: “Θὰ σοῦ δώσω τὶς βασιλεῖες τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ εἶπε ὁ διάβολος, ἂν πέσεις νὰ μὲ προσκυνήσεις”. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: “τὸν Κύριό σου θὰ προσκυνήσεις καὶ θὰ λατρέψεις”. Ἄραγε δὲν συνεχίζεται ὁ ἴδιος πειρασμὸς στὴν ἱστορία; Ἄραγε μιμηθήκαμε τὸν Χριστό; Τὸ λάθος, ὅταν συνειδητοποιεῖται, μᾶς χτυπᾶ τὴν καμπάνα. Θὰ ἀλλάξουμε ζωὴ ἢ θὰ βυθιστοῦμε περισσότερο στὸ φοβικὸ ἐγωκεντρισμὸ καὶ στὸν καταθλιπτικὸ ναρκισσισμό μας;
Ὅσο κι ἂν οἱ Κυβερνήσεις ψυχρὰ ξεπουλᾶνε χῶρες καὶ λαούς, ἂς μὴ ξεπουλήσουμε ἐμεῖς τὴν ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ ψυχή μας. Στὸ κάτω-κάτω αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ Ἑλλάδα, ἡ Ἑλλάδα τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων, τῶν φιλοσόφων, τῶν ταπεινῶν γιγάντων: ἐκτὸς παραδομένου κόσμου, μὲ ἄξονα τὸ ἄκτιστο.
Τί ἀπομένει ὅταν ἡ χώρα γίνεται βορὰ θηρίων –τῶν μεγάλων τοῦ παγκόσμιου σκηνικοῦ καὶ τῶν μικρῶν ποὺ φωλιάζουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους; Μόνη ἀναφαίρετη κληρονομιὰ τὸ Αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν τὸ πάρουμε στὰ σοβαρά, τότε τὸ νερὸ θὰ εἶναι πάντα γλυφό, τὴ γραφή μας θὰ τὴ σβήνει ὁ μπάτης, καὶ ἕνα “λάθος” θὰ ματαιώνει τὴν ὕπαρξή μας.
Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός, Ἱερομόναχος