Κύριε δωσ’ μου σύνεση, Κύριε, δωσ’ μου γνώση,
Κύριε, να πράττω δίδαξε κι εγώ τις εντολές σου.
Κι αν ως θνητός αμάρτησα πιό από θνητό, το ξέρεις,
μα εσύ με την απέραντη ευσπλαχνία σου, θεέ μου,
μου ’δειξες οίκτο του φτωχού καί του ορφανού στον κόσμο
και, Δέσποτα, εσύ μου έκανες ό,τι γνωρίζεις μόνος·
από πατέρα κι αδελφούς και συγγενείς και φίλους
απ’ τη γενέθλιά μου γη, το πατρικό μου σπίτι,
σαν από ζοφερή Αίγυπτο κι απ’ τους μοιχούς του άδη
– τον ταπεινό το δούλο σου τέτοια μ’ έχεις διδάξει
για όλα αυτά να σκέφτομαι και να μιλώ με γνώση -,
εύσπλαχνε, μ’ αποχώρισες και μ’ έσυρες κοντά σου
και με το χέρι το φρικτό μ’ οδήγησες κρατώντας
σ’ αυτόν που ευδόκησες στη γη πατέρας μου να γίνει
και μ’ έριξες στα πόδια του και μες στην αγκαλιά του.
Κι εκείνος στον Πατέρα σου μ’ οδήγησε, Χριστέ μου,
και σ’ ’Εσένα με το Πνεύμα, ώ Τριάδα, ώ θεέ μου,
ενώ έκλαιγα όπως ο άσωτος προσπέφτοντας σου, Λόγε,
καθώς εσύ δεν αγνοείς, αφού μ’ έχεις διδάξει
κι ανάξιο εσύ δε μ’ έκρινες να με καλέσεις γιό σου.
Ω ανάξιο τέλεια στόμα μου κι ώ ρυπαρά μου χείλη,
ώ λόγια γλώσσας φτωχικής ανάξιας να σ’ υμνήσει,
ευχαριστίες να σου πει γιά ευεργεσίες πλήθος,
όσες σ’ εμέ τον ορφανό έκανες και τον ξένο,
ξένος όπου ’μαι εδώ στη γη, κι όσοι δικοί σου ξένοι,
κι όσα δικά σου δε θωρούν μάτια κι όσα δικών σου
η γλώσσα δεν μπορεί να πει κι ο κόσμος να χωρέσει.
Για τούτο, Δέσποτα, λοιπόν οι ανθρώποι μας μισούνε,
μας διώχνουν, μας κατηγορούν, λυσσούν, φθονούν, σκοτώνουν,
κάνουν τά πάντα ενάντια χτυπώντας μας με τούτα.
Κι εμείς, καθώς ευδόκησες, οι ταπεινοί σου δούλοι,
ισχυροί στην ασθένεια, στη φτώχεια μας πλουτούμε,
χαρά έχομε τις θλίψεις μας, όντας έξω απ’ τόν κόσμο.
Μαζί σου, Κύριε, είμαστε’ εμείς, ο κόσμος έχει το σώμα.
Λοιπόν πλανιέται ο τυφλός πηλό μόνο κρατώντας,
που κέρδος του μήτε κι αυτός, αφού, όπως υποσχέθης,
στην έσχατη τη σάλπιγγα πνεύμα κι αυτόν θά δώσει
και τότε τις κακίες του μόνος αυτός θα θρέψει
μ’ όσους τα ίδια σκέφτονται, τυφλοί φίλοι του κόσμου.
Άγιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος (11ος αι.)