Πολιτισμικές κρίσεις ο ελλαδικός χώρος, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, έχει γνωρίσει πολλές. Γι’ αυτό οι οποιεσδήποτε διαπιστώσεις μας σε ό,τι αφορά το σύγχρονο πολιτισμό θα έπρεπε να υποστηρίζονται από την προσπάθεια κατανοήσεως του παρόντος μέσα από το ιστορημένο παρελθόν μας. Δεν είμαι ιστορικός, θα ήθελα όμως σ’ αυτό το σύντομο σημείωμά μου, αποφεύγοντας τα ευχολόγια ή τις κινδυνολογίες και με τη σκέψη μου ευλαβικά προσηλωμένη στους Έλληνες εκείνους που αγωνίστηκαν για να αποτυπώσουν, ο καθείς με τον τρόπο του, το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, να περιοριστώ στα εξής:

Έπειτα από την παρακμή της πόλης-κράτους, ο ελλαδικός χώρος, ρημαγμένος από εσωτερικούς σπαραγμούς, υπήρξε για πολλούς αιώνες γεωγραφικό διαμέρισμα αχανών πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Ως σύγχρονο κράτος διανύουμε μόλις το δεύτερο αιώνα της ανεξάρτητης πολιτικής μας οντότητας. Ποιοί είμαστε λοιπόν;

Κληρονόμοι, αφ’ ενός, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που είχε την τόλμη και την αντοχή να εξακτινωθεί σε Ανατολή και σε Δύση, να αφομοιώσει και να αφομοιωθεί αντίστοιχα, να τροφοδοτήσει το χριστιανισμό και να αποτελέσει την πολιτισμική μαγιά της Ευρώπης. Άμεσοι απόγονοι, αφ’ ετέρου, των υπηκόων της βυζαντινής πολυεθνικής αυτοκρατορίας, η οποία, μετασχηματισμένη σε ελληνική και ταυτισμένη με την Ορθοδοξία, πολύ προτού να αλωθεί οριστικά από τους Οθωμανούς Τούρκους, είχε παραδώσει τη σκυτάλη σε Ανατολή και σε Δύση με αναρίθμητες άλλες, μικρές ή μεγάλες, αλώσεις, κληροδοτώντας μας την αγωνία και τους αντιφατικούς προσανατολισμούς των τελευταίων άθλιων χρόνων της ύπαρξής της. Ο ανθενωτικός ορθόδοξος πατριάρχης Γεννάδιος από τη μια, και ο ελληνολάτρης φιλόσοφος Πλήθων από την άλλη, όχι μόνον ως αντικρουόμενα πνευματικά κινήματα, αλλά και ως βιωμένες πραγματικότητες, επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της μετέπειτα κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής μας οντότητας.

Στραφήκαμε προς την Ευρώπη του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού, ως κληρονόμοι – υπέρμαχοι του αρχαιοελληνικού πνεύματος, και ταυτόχρονα, ως χριστιανοί ορθόδοξοι, διαποτισμένοι από την αντίληψη του περιούσιου λαού, εμμείναμε στην καθ’ ημάς Ανατολή, διαβρώνοντας με επιπολαιότητα και συχνά αναιρώντας με αλαζονεία αυτήν την επιλογή μας.

Η πολιτισμική κρίση λοιπόν που διαπιστώνεται σήμερα θα έλεγα ότι δεν είναι παρά η φυσική κατάληξη της αδυναμίας μας, από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους, να αναπλάσουμε και να συνενώσουμε δημιουργικά το βυζαντινό πολιτισμό με την κλασική παράδοση, ταυτόχρονα και ισότιμα με τις επιρροές και τις εξαρτήσεις μας από τη Δύση. Υπάρχει δηλαδή ανισορροπία ανάμεσα σ’ αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε, ανάμεσα σ’ αυτό που προσπαθούμε και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε.

Αυτή η αδυναμία να αποτυπώσουμε το πρόσωπό μας και να διατυπώσουμε με σαφήνεια τί ακριβώς επιδιώκουμε και πώς οραματιζόμαστε την εξέλιξή μας επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια, εφ’ όσον είμαστε αναγκασμένοι να βιώνουμε παράλληλα με την εγγενή και την εισαγόμενη σύγχυση του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου, ενός κόσμου που έχει προ πολλού παραδοθεί στις πολυεθνικές εταιρίες. Ποιός θα μπορούσε να αντικρούσει σήμερα με ουσιαστικά επιχειρήματα ότι ο σύγχρονος πολιτισμός δεν έχει υποταχτεί στην ασυδοσία των Πολυεθνικών, οι οποίες, θέτοντας στην υπηρεσία τους τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, αντιστρατεύονται τη χαρά της ζωής και την πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου για δημιουργία;

Παρ’ όλα αυτά, και όσο περνούν τα χρόνια, εδραιώνεται μέσα μου η πεποίθηση ότι ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε διαπιστώσεις, πέρα και πάνω από τη διάθεσή μας για αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, η ζωή κυλά όπως κυλά, περιβάλλοντας προστατευτικά τον πυρήνα της. Οι ανθρώπινες αξίες, που αποτέλεσαν την πεμπτουσία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, είναι διαχρονικές όχι ως αξιώματα και θεωρήματα, αλλά ως δοκιμαζόμενες και ανατροφοδοτούμενες αλήθειες. Κι ενώ δεν θα μπορούσα ούτε καν να φανταστώ πού οδηγείται ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι οι κοινωνίες προχωρούν και αναπτύσσονται μόνο μέσα από την καταφατική και δημιουργική συνένωση των αντιθέσεών τους.

Το μέλλον κερδίζεται μέσα από την αυτογνωσία και από την ευθύνη μας απέναντι στα καθημερινά και στα μικρά που μας αναλογούν. Όσο για την ελπίδα, που όλοι αναζητούμε, πιθανόν να συμπυκνώνεται θαυμαστά σ’ εκείνη τη συμφωνία του στρατηγού Μακρυγιάννη με τον Άγιο και να αποτυπώνεται στις πατημασιές της πονεμένης αρκούδας που τρώει το λουρί της και τρέχει ελεύθερη στο βουνό.

Μάρω Δούκα
Συγγραφέας