Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθηση, πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψη. Είναι μητέρα της λήθης.
Ο ανάλγητος είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι αυτός που εξηγεί το θέλημά του Θεού στους άλλους προς δική του κατάκριση. Αυτός που είναι τυφλός και διδάσκει τους άλλους πώς να βλέπουν. Μιλά στους άλλους για τη θεραπεία του τραύματός των, ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το δικό του. Μιλά εναντίον του πάθους, και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Ικανοποιώντας το εξοργίζεται κατά του εαυτού του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος. Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και νυστάζει. Παρασυρόμενος στην οργή πικραίνεται, και εν συνεχεία οργίζεται πάλι επειδή πικράθηκε.
Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώει και χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει την σιωπή, και την εγκωμιάζει με πολυλογία. Διδάσκει περί πραότητος, και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας.
Με την μικρή γνώση και την ικανότητα που διαθέτω, απογύμνωσα τις δολιότητες και τις πληγές της πετρώδους αυτής και μανιώδους αναισθησίας.
Μου φαινόταν ότι έλεγε η τυραννική και κακούργος: “οι δικοί μου σύντροφοι ενώ βλέπουν νεκρούς, γελούν. Ενώ παρίστανται στην προσευχή, είναι εξολοκλήρου πετρώδεις και σκληροί και σκοτεινοί. Ενώ αντικρύζουν την αγία τράπεζα, μένουν αναίσθητοι. Ενώ μεταλαμβάνουν από τα άγια Δώρα, είναι σαν να γεύθηκαν απλώς ψωμί. Εγώ, όταν τους βλέπω να κατανύσσονται, γελώ. Εγώ είμαι σφιχτά αγκαλιασμένη με την ψευτοευλάβεια”.
Κατάπληκτος δε εγώ από τα λόγια αυτής της παράφρονος, ρωτούσα το όνομα αυτού που την γέννησε. Και εκείνη μου απάντησε: “εγώ δεν έχω μία μόνο γέννηση. Η δε κυοφόρησή μου είναι κάπως ποικίλη και άστατη. Εμένα με ενδυναμώνει ο χορτασμός της κοιλίας. Εμένα με αύξησε η πολυκαιρία. Εμένα με έχει παγιώσει η κακή συνήθεια. Κοίταξε από ποια αιτία γεννώμαι σε σένα – δεν έχω σε όλους την ίδια αιτία -, και αγωνίζου εναντίον της μητέρας μου αυτής. Να προσεύχεσαι συχνά στα κοιμητήρια, ζωγραφίζοντας ανεξίτηλα την εικόνα τους στην καρδιά σου. Εάν μάλιστα αυτή δεν ζωγραφιστεί με τον χρωστήρα της νηστείας, δεν πρόκειται να με νικήσεις εις τον αιώνα”.
Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (6ος αιώνας)
Απόσπασμα εκ της “Κλίμακος”