Ο νους τραυματισμένος,
το σώμα εξασθενημένο,
το πνεύμα μου νοσεί.
Η φωνή μου ατόνησε,
η ζωή μου νεκρώθηκε,
έρχετ’ ο θάνατος.
Γι αυτό, ταλαίπωρη ψυχή,
τί θα κάνεις, όταν έρθει
ο Κριτής να εξετάσει τα έργα σου;
Του Μωϋσή έφερα μπροστά σου,
ψυχή μου, την ιστόρηση της πλάσης του κόσμου.
Κι από κείνον έλαβα κάθε σημαντική γραφή
που εξιστορεί τη ζωή
ανδρών δικαίων και αμαρτωλών.
Απ’ αυτούς, ψυχή μου, μιμήθηκες
τους δεύτερους κι όχι τους πρώτους.
Έτσι αμάρτησες προς τον Θεό.
Ο Νόμος αδράνησε.
Το Ευαγγέλιο δεν κάνει τίποτε.
Ολόκληρη η Γραφή
στη ζωή σου παραμελήθηκε.
Οι Προφήτες ατόνησαν
και κάθε δίκαιου άνδρα λόγος.
Τα τραύματά σου, ψυχή μου,
πλήθυναν, μη έχοντας
γιατρό για να σε θεραπεύσει.
Ο Χριστός έγινε βρέφος.
Με το σώμα που πήρε έγινε όμοιος με μένα.
Και όλα εκείνα
που ανήκουνε στη φύση την ανθρώπινη
με τη θέλησή του ανέλαβε,
μ’ εξαίρεση την αμαρτία.
Έτσι, ψυχή μου, σου φανέρωσε
υπογραμμό και εικόνα
της δικής του συγκατάβασης.
Ο Χριστός έγινε άνθρωπος
και κάλεσε σε μετάνοια
ληστές και πόρνες.
Ψυχή μου, μετανόησε.
Η θύρα της Βασιλείας
έχει ήδη ανοιχτεί
κι οι πρώτοι που την κερδίζουν
είναι Φαρισαίοι και Τελώνες
και μοιχοί που αλλάζουν ζωή.
Σπλαγχνίσου! Σώσε με!
Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με.
Συ που δαιμονισμένους
με το λόγο Σου θεράπευσες.
Τα λόγια τα σπλαγχνικά,
όπως για το ληστή, πρόφερε και για μένα:
Αληθινά σε βεβαιώνω ότι μαζί μου
θα’ σαι στον Παράδεισο,
όταν θα έρθω με τη δόξα μου.
Ληστής σε κατηγορούσε!
Και ληστής πάλι θεολογούσε!
Κι οι δυο τους
ήταν μαζί Σου κρεμασμένοι στο σταυρό.
Κύριέ μου πολυεύσπλαγχνε,
όπως στο ληστή που σε πίστεψε
και Σε αναγνώρισε Θεό,
έτσι και σε μένα άνοιξε την πύλη
της ένδοξης Βασιλείας Σου.
Η κτίση αγωνιούσε
βλέποντάς Σε να σταυρώνεσαι.
Βουνά και πέτρες
από το φόβο σχίζονταν.
Η γη συγκλονιζόταν από σεισμό
κι ο Άδης έμενε γυμνός.
Το φως γινόταν σκοτάδι,
αν και ήτανε ημέρα, βλέποντάς Σε,
Ιησού, καρφωμένο στο σταυρό.
Άξιους της μετανοίας
καρπούς μη γυρέψεις από μένα,
γιατί η δύναμή μου
πλέον εξαντλήθηκε.
Δώσε να έχω πάντοτε
καρδιά συντετριμμένη
και φρόνημα ταπεινό,
για να Σου τα προσφέρω
θυσία ευάρεστη, Μοναδικέ Σωτήρα μου.
Κριτή, που γνωρίζεις την καρδιά μου,
και που πάλι να’ρθεις πρόκειται
μαζί με τους αγγέλους,
για να κρίνεις τον κόσμον όλο∙
κοιτάζοντάς με τότε με βλέμμα
σπλαγχνικό λυπήσου με.
Κι ελέησον, Ιησού, εμένα
που αμάρτησα πιότερο
από κάθε άνθρωπο.
Άγιος Ανδρέας Κρήτης (8ος αιώνας)
Απόσπασμα από τον Μεγάλο Κανόνα