ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί, τρυγόνι τῆς ἐρήμου.
Μήτε στὰ γένια μου πουλιά, μήτε κλαδιὰ στὸ στῆθος.
Μαῦρος ὁ σκοῦρκος μοναχά, δαγκώνει τ’ ὄνειρό μου
καὶ ποῦ κρίνος τῆς θάλασσας, ποῦ μιὰ σταγόνα ὕπνος.

Ὁ ἕνας παίζει τοὺς πεσσοὺς κι ἄλλος τὸ αὐγὸ διαβάζει,
μὰ ἐγὼ μὰ σκιάδι πέτρινο ἔρχομαι καὶ σὲ βρίσκω.
Κυπαρισσένια ἡ νύχτα σου καὶ τὴν αὐγὴ ἑτοιμάζει
– φωτιστικό, στὰ μάτια μου, οἰνόπνευμα τὸ ρίσκο –

Παντερμογιάννη ἀνείπωτε, ποὺ εἶναι ἡ σιγή σου λάδι.
Φωτιὰ ἀπ’ τὸ σκότος τοῦ κορμιοῦ κι ἀπ’ τὴν ψυχὴ λιβάνι,
σκότεινες ρίζες τῆς φωνῆς κι ἡ γλώσσα μου ὅ,τι χάνει
σοῦ φέρνω  – χάδι μου ἔναστρο·  τὴν πίσσα, τὸ σκοτάδι.

Ν’ ἀφήσω δρόμους ποταμούς, τὰ τσιμεντένια δάση
μέσα ἀπὸ ὀθόνες ἄβυσσους κι ἀπὸ καλώδια φίδια
κάτω ἀπὸ πλαστικὸ οὐρανό, συνθετικά στολίδια
νὰ μείνω δέντρο, τίποτα, κι ἡ λάμψη σου ἂς μὲ κάψει.

Τρυγόνι ὡραῖο κι ἡδύλαλο καὶ λύχνε ἀπ’ τὸν πηλό μου
δέσε στὴν ἅγια φλόγα σου, σπασμένο, τὸ φτερό μου.
Γιατί ’ναι φλόγα σταφυλή, στὸ κλῆμα κρεμασμένη
ποὺ βγάζει μυστικὸ κρασὶ νὰ πίνουν δικασμένοι.

Δεῖξε μου μὲ τὸ χέρι σου·  κέρωσε  τὴν  ψυχή μου
μὲ θρῆνο, μέλος καὶ οὐαί, τρυγόνι τῆς ἐρήμου.

 

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Χρυσὸ τὸ χρῶμα νὰ γεμίσει μάτι καὶ ψυχή.
Ἐρέβια, μαύρη πεταλούδα, δῶσ’ μου τὸν ὕπνο νήδυμο
σκαμμένο  ἀπὸ  τῶν  τζιτζικιῶν  τὰ  λεπιδόπτερα τραγού-
δια.
Ροδάκινο,  μαλαματένιο  μεσημέρι, μὲ  κουκούτσι  μαῦρο
χῶμα.

Κατρακυλᾶνε  οἱ  τενεκέδες  ἄδειες  σημασίες.

«Τώρα νὰ ζήσεις  σὰν  θαμμένος στὴν δική μου γῆ»,
μοῦ  εἶπε  μὲ  τὰ μάτια του  τὰ περιστέρια, ὁ Πρόδρομος ὁ
Στάφυλος,
«τὴν μέρα ποὺ γεννήθηκα ν’ ἀνακατώνεις μὲ τὰ δάχτυλα
τὶς ἅγιες μου φωτιές».

Τά στάχυα  ἐξανεμίζονται  στὰ πέτρινα ἁλώνια
κι οἱ φαλκονέρες τοῦ ἕλους, οἱ  νερόβραστοι  μουλιάπες,
δίχως  ποτέ  τους   νὰ  νηστέψουν,   ψάχνουν   περιστέρια
ψηφιακά.

 

ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Ἰωάννης, ὁ πτωχὸς ρακενδύτης.
Ὁπό ’χει ρίζα ὑδάτινη.
Καὶ  τὰ ματάκια του
ραμμένα στὸ μετάξι.

Γιάννη, Γιαννάκη
φύτευμα καὶ ὁλοκάρπωμα –
τά ’καψα τὰ κεριά μου. Κι ἄκου με:

Δίψασε ἡ ρίζα τῆς ψυχῆς μου
τ’ οὐρανοῦ δροσιά.

Τί χοϊκός, τὰ μάτια σου, καθρέφτης.
Καὶ  μέσα στὰ κλαριὰ τους
τί πουλιά.
Οὐράνιες σταγόνες.

Εἶσαι  τὸ  δέντρο.  Μέσα σου
κυλάει χρυσός.
Φέρνεις τὸν Ἥλιο.

Δημήτρης Κοσμόπουλος, από την ποιητική συλλογή Η Αποβάθρα του Ιουνίου, ΒΡΑΧΥ ΧΡΟΝΙΚΟ, (Κέδρος, Αθήνα 2009)