Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν ἀναίσθητο νεανία Εὔτυχο, ποὺ προτύτερα ἀκουμπισμένος στὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο τοῦ εὐκτήριου οἴκου στὴν Τρωάδα καὶ ζαλισμένος ἀπὸ τὴν κάπνα τῶν λαμπάδων καὶ τὴ νύστα γκρεμίστηκε στὸν προκείμενο ὑπαίθριο χῶρο, καθησύχασε τοὺς ἄλλους χριστιανοὺς πού ’τρεξαν μαζί του ἐπιτόπου λέγοντας ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἄτυχου νεαροῦ βρίσκεται ἀκόμα μέσα του.
Κάτι ἀνάλογο συνέβη μὲ τὸν ἅγιο Λουκᾶ, ἁγιορείτη μοναχὸ καὶ χριστομάρτυρα τῶν ἀρχῶν-ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ., ὁ ὁποῖος πῆρε κουρὰ στὴν ἱερὰ μονὴ Σταυρονικήτα καὶ πέρασε ἀπὸ ἀρκετὲς ἄλλες ἀθωνικὲς μονές (καὶ ἀπ’ τὴν Κουτλουμουσίου γιὰ βραχὺ χρονικὸ διάστημα), δίχως νὰ καταφέρη νὰ ἐγκαταβιώση μόνιμα πουθενά, ἀλλὰ μὲ τελευταῖο σταθμό του τὴ Σκήτη τῆς ἁγίας Ἄννης μεταπήδησε ἀπὸ τὸ Ὄρος στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐνώπιον τῆς ὀθωμανικῆς Ἀρχῆς ὁμολόγησε ἐκ νέου τὴν πίστη τῶν πατέρων του, φυλακίστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο μὲ ἀπαγχονισμό, ὁπότε ξέπλυνε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ μπροστὰ στοὺς Τούρκους, στὸ ὁποῖο διολίσθησε ὅταν ἦταν μόνο 13 ἐτῶν.
Ὁ μέγας Παῦλος μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα διαγινώσκει τὴν ἐνδημοῦσα ψυχὴ στὸν αἰφνιδίως καὶ τραγικῶς κρημνισμένο Εὔτυχο, παίρνει στὴν ἀγκαλιά του τὸ παιδί, ἀναμιγνύει τὴν πατρικὴ ἀγάπη του μὲ τὴν πανίσχυρη δέηση τῆς ἐξαγιασμένης καρδιᾶς του, τὶς σμίγει μὲ τοὺς θεάρεστους στεναγμοὺς καὶ τὴ συμπροσευχὴ τῆς τρωαδίτικης σύναξης καὶ τὶς ζυμώνει σὲ πρόσταγμα ζωοποιό: αὐτοὶ οἱ δύο καὶ τρεῖς καὶ πολὺ παραπάνω ἀπὸ τρεῖς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ζήτησαν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μὴν πεθάνη τὸ παλληκαρόπουλο, κι Ἐκεῖνος ποὺ ἔτσι τοὺς δίδαξε νὰ πράττουν σήκωσε, πιστὸς στὸ λόγο Του, ἀναζωογονημένο καὶ σῶο τὸ χριστιανὸ παῖδα.
Ἀντίστοιχα, στὸ δεκατριάχρονο Λουκᾶ (νά ’χε ἆραγε τὴν ἡλικία τοῦ Εὔτυχου;) ἡ δήλωσή του (προϊὸν τρόμου ἀπ’ τὸν κλοιὸ τῶν θυμωμένων ἐνήλικων Τούρκων, ποὺ ἀπειλητικοὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ λογοδοτήση γιὰ συμπλοκή του μὲ τουρκόπουλο) ὅτι θὰ τουρκέψη, ἂν δὲν τὸν πειράξουν, τυπικὰ καταργεῖ τὸ Βάπτισμα καὶ καθιστᾶ ἀνενεργὸ τὸ Χρῖσμα, εἰδικὰ ἀπ’ τὴ στιγμὴ πού, ἀρκετὰ ἀργότερα, τοῦ ἐπιβάλλεται στανικῶς ἡ μουσουλμανικὴ περιτομή, ἀλλὰ δὲν αἴρει τὴ μέριμνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὸν ὀδυνηρὰ κι ἀδιάλειπτα μεταμελημένο Λουκᾶ. Ἡ ψυχὴ τῆς ψυχῆς του, ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, τὸ Μύρο, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ καλλώπισε ὅλα τὰ νοητὰ ἔνδον τοῦ Λουκᾶ, ἅπαξ καὶ πέρασαν ἀπὸ μέσα του, ἄφησαν τὴν ἀνάμνηση καὶ τὴν αὔρα Τους ὡς ἀλγεινὴ ἀνάμνηση, ὥστε ἡ ψυχὴ δὲν κυριεύτηκε ἀπὸ ἀδήριτο σκότος, δὲ «σκοτώθηκε» -ἂν θέλουμε νὰ κυριολεκτοῦμε-, μόνο ἀτένιζε μέσα της πικρὰ κι ἀνυποχώρητα αὐτὸ τὸ ὑπόλειμμα Φωτός σὰν τὴν ἔσχατη ἀντιφεγγιὰ ἑνὸς δειλινοῦ.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Μάρτυρα λοιπὸν μουδιασμένη καὶ συγχρόνως ἀνειρήνευτη ἀνέμενε τὴ ζωογόνησή της. Ὁ Ἀδὰμ μετέδωσε στοὺς ἀπογόνους τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσης, μὰ καὶ κάποια ἐλπίδα γεννημένη ἀπ’ τὸ Πρωτευαγγέλιο -θέσφατο λύτρωσης- στὴν Ἐδέμ, μετέπειτα ἀπ’ αὐτὸ τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιο στὴ γηράσκουσα γῆ, γενέτειρα ὅμως καὶ σκηνὴ δράσης τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ.
Ὁ Εὔτυχος ἀδρανεῖ καὶ χτυπάει θανάσιμα, ἀλλὰ ἐλεεῖται καὶ σὰν ὁλόφρεσκος ἄνθινος στέφανος χαρίζεται ζωντανὸς στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία του. Ὁ Λουκᾶς νεανιεύεται, φιλονεικεῖ καὶ ντροπιάζει πάνω στὸν παιδικό τους καυγὰ τὸν ὁμήλικο μωαμεθανό, καὶ δέχεται ὡσὰν εἰρωνικὸ βραβεῖο τῆς ἀποκοτιᾶς του τὴν ἀσίγαστη ἀνησυχία γιὰ ὅ,τι, ἔστω ἄγουρα κι ἀνόητα, ἀπεμπόλησε μὲ τὴν πρωτοεφηβική του γλῶσσα. Τὸ πλῆγμα του ὡστόσο ἀπ’ τὴν ἄρνηση μετατρέπεται σὲ πληγὴ πόθου. Μήπως ἔτσι δὲ συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο; Πέρα ἀπ’ τὴν παναγία καὶ θεοτόκο Μαρία, ποιός ὕστερ’ ἀπ’ τὰ συμβάντα στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως σφυροκοπούνταν ἀπ’ τὴ σκέψη καὶ τὸν πόθο τοῦ Ἰησοῦ περισσότερο ἀπ’ τὸν ἀρνητή Του Πέτρο; Ποιός ἄλλος παραπάνω ἀπ’ τὸν Πέτρο ἔφτασε, μάλιστα μὲ ἀστείρευτα δάκρυα, στὴν ἀδιάλειπτη ἀνάμνηση τοῦ ἀρνημένου-ποθημένου Θεανθρώπου ἐκείνη τὴν πρώτη Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ τὸ ἀκόλουθο πρῶτο Μεγαλοσάββατο;
Ἀλλὰ σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ὅπου κάποιες ψυχές, εἰδικὰ λὲς προορισμένες γι’ αὐτό, βιώνουν τὴν κατάπτωση καὶ τὴν παντελῆ πτόηση, τὸν τελευταῖο λόγο ἔχει ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀτελεύτητος καὶ παμμέδων Θεός. Πῶς; Ἐπειδὴ μόνο Αὐτὸς ξέρει τί ἀναμένει ἀπ’ τὸν Κηφᾶ, τὸν Εὔτυχο, τὸ Λουκᾶ καὶ κάθε Λουκᾶ. Πρὶν γίνη Ἄνθρωπος εἶπε μ’ ἕναν προφήτη Του: «Ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ», θὰ ρίξω τὸ ἔλεός Μου πάνω σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κρίνω ἄξιο γι’ αὐτό. Καὶ ἡ ἀγαθότητά Του δίνει σὲ ποταποὺς κι ἐνάρετους εὐκαιρίες νὰ συνειδητοποιήσουν πὼς αὐτὸ τὸ ἔλεος τό ’χουν ἀπόλυτη ἀνάγκη. Στὸν ἅγιο Λουκᾶ αἰσθητοποίησε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ συνειδησιακὸ βάσανο τῆς ἐξωμόσεως, κι εἶν’ ἀλήθεια ὅτι δὲν τὸ ἀντέχουν οἱ πολλοί. Ὁ ἅγ. Λουκᾶς καὶ κάθε πρώην ἐξωμότης Μάρτυς ἀποτελοῦν ἀκραῖα παραδείγματα, ὅπου ἡ καλὴ ἀνησυχία (γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν ὅσιο Παΐσιο) γιγαντωνόταν σὲ ἀκάθεκτη πύρινη σφαῖρα, μὲ τὴν ὁποία αὐτοὶ ἐπιζητοῦσαν νὰ κατατήξουν τὸ χάλκινο τεῖχος ποὺ μὲ τὴν ἄρνηση ὄρθωσαν ἐμπρὸς στὸν ἥλιο-Χριστό, καὶ νὰ βυθίσουν τὴ δική τους φωτιὰ στὸ ἄστεκτο πῦρ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ, ἀδιαφορώντας τελείως γιὰ τὸ βιολογικό τους στάτους. Σ’ ἐμᾶς, μὲ τὶς μεγάλες ἢ μικρὲς βεβαιότητες ὅτι διαγράφουμε καλὰ ἢ περίπου καλὰ μιὰ πορεία, νομίζω ἐπιβάλλεται νὰ ἐντάσσουμε διαρκῶς τὰ ὑποκείμενά μας στὴν πνευματικὴ νομοτέλεια ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ πραγματώνεται ἐκεῖ ὅπου ἐπιπίπτει τὸ ἔλεος τῆς Τριάδος. Γιὰ νὰ τὸ ζητοῦμε ἐπίμονα τὸ ἔλεος, μήπως γίνουμε σκεύη ἐλέους. Διότι, ἂν ὅσα εἶπε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶν’ ἀληθινά, ἀληθεύει ἀσφαλῶς καὶ τὸ «χωρὶς Ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».
Μοναχὸς Διονύσιος Κουτλουμουσιανός