Η πρώτη γνωριμία μου με Αγιορείτικο μοναστήρι έγινε στο Κουτλουμούσι, πολύπαθο και κατακαημένο. Θυμάμαι εκείνες τις χτισμένες στους τοίχους εσωτερικές σόμπες, που με την παραμικρή απροσεξία ενός γέροντα μοναχού έπαιρναν γρήγορα φωτιά. Εκείνη η κόρδα, που είχε επισκευαστεί για τις γιορτές της χιλιετηρίδας, πόσες φορές ξανακάηκε. Έχω στο γραφείο μου ένα λάδι του συνταξιδιώτη των πρώτων επισκέψεών μου στο Άγιο Όρος, του Ι. Βασιλείου, που την εικονίζει, και τμήμα του καθολικού, της τράπεζας, της φιάλης, τον πύργο από το χαγιάτι πάνω από τον πυλώνα ιδωμένη. Στο νου μου έχω πάντα χαραγμένη τη ραγισματιά εκεί ακριβώς. Έτσι τραυματισμένο το’χω στη μνήμη μου και για αυτό ιδιαίτερα συμπαθητικό και αγαπητό.
Σε κείνο το πρώτο προσκύνημα η τράπεζα δεν είχε ακόμα συντηρηθεί. Καθόμασταν σε ένα τραπέζι γύρω οι λιγοστοί μοναχοί με τον ηγούμενο, πολύ κοντά κι εμείς, ο ένας να ακουμπά τον άλλον. Ήταν χειμώνας κι έκανε κρύο. Ο διπλανός μου μου πρόσφερε ένα κρεμμύδι που το στούμπισε με το χέρι και γέμισε το ποτήρι μου ένα περίφημο κόκκινο κρασί που μύριζε δάφνη. Δεν ήταν μπρούσκο, δεν ήταν αψύ, όπως τα κρασιά τα μαύρα της Διονυσίου ή του Χιλανδαρίου. Όταν έφυγα μου γεμίσανε ένα μπουκάλι από αυτό, αλλά δεν το κλείσανε καλά, με το κούνημα στην επιστροφή μου ξύνισε.
Εντύπωση μου έκαννε ένας χονδρουλός γέροντας με παράξενο βάδισμα σαν χήνας, που με πήγε να δω τις τοιχογραφίες με τη Δευτέρα Παρουσία στο Καθολικό. Με το μπαστούνι του μου έδειχνε το ζύγι και αναρωτιόταν αν θα είμαστε εκείνη την ώρα έτοιμοι. Χώρος κατεξοχήν μετανοίας το Όρος έχει ως άξονα της ζωής του τη λατρεία, νύχτα και μέρα. Μέσα στο ναό και η πιο σκληρή καρδιά λειαίνεται. Το θηρίο που κουβαλάς μέσα σου ειρηνεύει. Στο Κουτλουμούσι γνώρισα τις πρώτες εικόνες από ένα Άγιον Όρος που ξεπερνούσε την κρίση και προχωρούσε στη σημερινή ανάκαμψη. Υπήρχε τότε ακόμη το ωραίο καλντερίμι με τα σκιερά φυλλώματα των δέντρων, όπου πρωτοσυνάντησα τον προσφιλή μου γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, τότε πρωτεπιστάτη συνοδευόμενο από ένα σερδάρη.
Οι συζητήσεις μας περιστρέφονταν γύρω από τον Καζαντζἀκη. Ο λόγιος μοναχός είχε πολλές αντιρρήσεις για τις θεωρίες του. Όχι άδικα. Έγραψε όμως ωραίες σελίδες ταξιδιωτικές και για το Όρος, τον Μυστρά, τη Μονεμβάσια, με λεπτή αίσθηση.
Στο δεύτερο ταξίδι μου, η κατάσταση στο μοναστήρι είχε αλλάξει. Καθηγούμενος είχε γίνει ο γέροντας Χριστόδουλος που είχε έλθει από την Εύβοια. Μια αναγέννηση και ανόρθωση είχε αρχίσει και ήταν ορατή παντού. Από την πρώτη στιγμή με γοήτευσε η πραότητα, η καλοσύνη, το γλυκό του χαμόγελο. Επιτέλους το ταλαιπωρημένο Κουτλουμούσι έπαιρνε το δρόμο του, το πιο κοντινό μοναστήρι στις Καρυές, προσιτό και ευκολοπλησίαστο σε κάθε επισκέπτη της Αθωνικής πρωτεύουσας άλλαζε όψη, νοικοκυρευόταν. Τα κτίρια και τα χαγιάτια του επιδιορθώνονταν. Το φαγητό πεντανόστιμο, ευλογημένο. Είχα πάει για επίσκεψη στο γέροντα Θεόκλητο και μπήκα από το παραπόρτι, που είχε μείνει ανοιχτό προσμένοντάς με σωστά μεσάνυχτα. Ο π. Χριστόδουλος μου είχε φυλάξει μουσακά με πιπεριές Φλώρινας και τυρί αντί για κιμά, όπως είναι γνωστό δεν τρώγουν γενικά το κρέας οι Αγιορείτες. Θα μου μείνει αλησμόνητη η γεύση του.
Όλα περιποιημένα. Το συνοδικό, το αρχονταρίκι, ακόμη και τα γύρω χωράφια. Κάθομαι στην πύλη, κοντά στην κρήνη και συζητώ με δύο νέα καλογέρια, έναν ιερομόναχο και έναν μεγαλόσχημο αδελφό. Πάνω ο Άθωνας μοιάζει θεόρατος. κάτω απλώνεται καταπράσινος ο χλοερός λειμώνας ως τον πύργο της Καλιάγρας και το αρχιπέλαγος. Κουβεντιάζουμε για θέματα προσφιλή, αγιορείτικα. Με προσκαλούν να βρεθώ της Μεταμόρφωσης, στο πανηγύρι τους. Τους το υπόσχομαι και το κάνω. Προεξάρχει ο μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος, κουρά θαρρώ της Μονής. Τα ανοιξαντάρια ανοίγουν τις πύλες του ουρανού.
Προηγουμένως στην τράπεζα μας φιλεύουν χταπόδι μαγειρεμένο με πράσινα φασόλια, ένα φαγητό ιδιότυπο αλλά Αγιορείτικο, και πολύ εύγευστο. Η πανήγυρη κρατάει ως το πρωί. Ο αρχιερέας δεν μετακινείται από τη θέση του. Καθισμένος σε ένα στασίδι στον δεξιό χορό παρατηρεί τα πρόσωπα των νεαρών μοναχών που ψέλνουν μια ευφροσύνη. Αυτοί εδώ το γλεντάνε. Και συνεχίζουν έτσι ως τις πρωινές ώρες. Με το κέφι αμείωτο, που ολοένα ζωηρεύει, ούτε κούραση, ούτε πτώση. Μου κάνει εντύπωση αυτό το ατέλειωτο χοροστάσι, η άνοιξη των ψυχών.
Τα προσκυνητάρια είναι σκεπασμένα με βαρύτιμα χρυσοΰφαντα άμφια. Τα πάντα ευωδιάζουν. Προπάντων τα ιερά λείψανα. Το αντιλαμβάνεσαι, είναι κάτι το διαφορετικό. Κάποια στιγμή τα βλέφαρά σου, καθώς είσαι ασυνήθιστος, βαραίνουν -με τον καιρό θα συνηθίσεις κι εσύ- αντιλαμβάνεσαι τον γέροντα, που διακριτικά, με πατρική αγάπη θα σε στείλει για λίγο να ξεκουραστείς στο κελλί. Σου υπόσχεται ότι έγκαιρα θα σε ειδοποιήσει να ξαναγυρίσεις στο Καθολικό. Πέφτεις με τα ρούχα. Όταν ξαναγυρνάς, η πανήγυρη έχει φτάσει πια στον Όρθρο.
Ο ήλιος έχει σηκωθεί αρκετά όταν τελειώνει η Θεία Λειτουργία, και περνάμε απέναντι στην Τράπεζα, τελετουργικά όπως αιώνες τώρα συνηθίζεται στο Άγιον Όρος. Ο αρχιερέας ντυμένος με το μανδύα του, ενώ τον συνοδεύουν κρατώντας αναμμένα μανουάλια μοναχοί, και ψέλνουν οι εντεταλμένοι καλλίφωνα, κατανυκτικά. Κρατάει και την πατερίτσα του, ευλογεί και καταλαμβάνει την κεφαλή της τράπεζας. Κοντά του ο ηγούμενος, οι προϊστάμενοι, ο αντιπρόσωπος στην Ι. Κοινότητα -είναι ο μόνος που δε διαμένει σε κονάκι στις Καρυές, γιατί το μοναστήρι είναι πολύ κοντά- ο πολιτικός διοικητής.
Αμέσως αρχίζει το ανάγνωσμα ψυχωφελούς επικαίρου πατερικού κειμένου για τη Μεταμόρφωση. Μοναχοί και λαϊκοί τρώνε και πίνουν αργά παρακολουθώντας τα λόγια. Μετά ακολουθεί κέρασμα στο συνοδικό. Το Αγιορείτικο τρατάρισμα είναι κάτι άλλο. Μαζί με το γλυκό, το νερό, το ποτό, σου δίνουν και την καρδιά τους. Όλα γίνονται με αγαπητική διάθεση. Το βλέπεις στα βλέμματα, το διαπιστώνεις στα λόγια. Τα πάντα σε αναπαύουν.
Όσο κι αν με τυραννάει η καταγωγή του οσίου Κουτλουμούση, η ύπαρξή του είναι τώρα πια βέβαιη κι αυτό έχει σημασία. Το όνομά του επιβιώνει στην ονομασία της Ιεράς Μονής και στις μέρες μας συνδέεται με σπουδαίες πνευματικές και εκδοτικές δραστηριότητες για την Ορθοδοξία και τη Ρωμιοσύνη, που συσπειρώνουν άξιους εργάτες από ολόκληρο το φάσμα του πολιτιστικού μας χώρου. Αυτό πολύ με ευχαριστεί. Το Κουτλουμούσι, το κατακαημένο και ταλαιπωρημένο, σήμερα πρωτοστατεί σε έργα πνευματικά, που ωφελούν ολόκληρο το γένος. Είναι το ωρίμασμα μιας πορείας επίπονης, μιας αταλάντευτης συνέπειας, η συνέχεια μιας παράδοσης, που κράτησε σε ολοκληρη την περίοδο της δουλείας ζωντανή την Ελληνορθόδοξη συνείδηση του λαού μας, που συντήρησε τη γλώσσα, την παιδεία, την πίστη του. Η Μονή Κουτλουμουσίου με τον χαρισματικό γέροντά της βρίσκεται στην πρωτοπορία. Της ανήκει τιμή, έπαινος, συμπαράσταση, αισθήματα ευγνωμοσύνης. Ο όσιος Κουτλουμούσης άφησε πίσω του άξιους κληρονόμους, που συνεχίζουν επάξια το αναγεννητικό έργο του.
Ι. Μ. Χατζηφώτης, από το Λεύκωμα Λόγου τέχνη, εκδ. Ι.Μ. Κουτλουμουσίου, 1996
Φωτογραφία Tomasz Mościcki