Διηγείται ένας ποιητής τοῦ 17ου αιώνα, ο Τζων Νταν, ένα φαιδρό όσο και πικρό περιστατικό από τη ζωή του.
“Επισκεπτόμενος για ένα μικρό διάστημα μια πόλη της Γερμανίας, εγκαταστάθηκα στο ισόγειο ενός κτηρίου πολυώροφου, όπου κατοικούσαν πολλές οικογένειες, και πραγματικά ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα μπορούσε να είναι μια ενορία. Αλλά κάθε άλλο παρά ενορία ήταν. Όταν λοιπόν ρώτησα ποιοί κατοικούν πάνω απ’ το κεφάλι μου, μου είπαν μια οικογένεια Προτεσταντών. Και πάνω από αυτούς ποιοί; Μια άλλη οικογένεια Προτεσταντών. Και μια άλλη πάνω απ’ εκείνους. Και όλο το οίκημα ήταν ένα σύμπλεγμα τέτοιων κουτιών. Πολλοί τεχνίτες, όλοι με την ίδια πίστη. Τότε ρώτησα σε ποιό δωμάτιο συγκεντρώνονται για τις λατρευτικές τους ακολουθίες. Έλαβα την απάντηση ότι δεν συγκεντρώνονται ποτέ. Διότι, αν και ήσαν όλοι Προτεστάντες, επειδή είχαν κάποιες προσωπικές διαφορές απεχθάνονταν ο ένας τον άλλον, και μολονότι πολλοί εξ αυτών ήσαν συγγενείς εξ αίματος και είχαν κοινά συμφέροντα, εντούτοις ο γιος είχε αποκηρύξει τον πατέρα που έμενε στο δωμάτιο πάνω απ’ αυτόν, και ο ανιψιός τον θείο και ούτω καθ’ εξής. Θυμήθηκα ότι ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εγκατέλειψε το δημόσιο λουτρό, όταν μπήκε μέσα ο αιρετικός Κήρινθος, και έτσι έκανα το ίδιο.”
Ο ποιητής αρεσκόταν να φιλοσοφεί και να βρίσκει ωφέλεια και μέσα από τα δυσάρεστα γεγονότα της καθημερινότητας. Έτσι αναζήτησε μιαν αλληγορία στο πάθημά του. Και μετέφερε αυτή την εικόνα στην εσωτερική πνευματική ζωή. Ναι, όλοι αυτοί που ήταν ο ένας πάνω στον άλλο, αφορισμένοι ο ένας από τον άλλο, και όλοι πάνω απ’ το κεφάλι του, έμοιαζαν σαν τις αμαρτίες που θεληματικά γίνονται συνήθεια και καλύπτουν τον άνθρωπο.
“Και άρχισα να σκέπτομαι πόσοι όροφοι, πόσα πατώματα διαχωριστικά βρίσκονται ανάμεσα σε μένα και στον Θεό. Αυτά είναι το πλήθος των αμαρτιών που εγκαταστάθηκαν από πάνω μας, σαν ταβάνια, σαν πολλές αψιδωτές οροφές. Γιατί, αν και αυτές οι αμαρτίες της συνήθειας είναι στενοί συγγενείς, και η μια παράγεται από την άλλη, ταυτόχρονα, παρόλη την συγγένειά τους αφορίζουν η μία την άλλη, αφού η πλεονεξία δεν κατοικεί στον ίδιο όροφο με τη σπατάλη. Όμως, ανεβαίνεις τη σκάλα, και νά σου ο άλλος Προτεστάντης, με άλλα λόγια, μέσα σε λίγα χρόνια ο σπάταλος γίνεται πλεονέκτης. Όλα αυτά μαζί χωρίζουν από τον Θεό, σαν μια οροφή, σαν μια αψίδα, που είναι γερή ώστε να μην υποχωρεί εύκολα σε διάφορα βάρη.” Ο ποιητής ανακαλεί στην μνήμη του τον στίχο του βασιλιά Δαβίδ: “αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ.”
Πραγματικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας παρατηρούν ότι πάθη που ενεργούνται και γίνονται συνήθεια, όπως η οργή, η ακηδία, ο φθόνος, η φιλαργυρία, η λαγνεία, η λαιμαργία, η απληστία, η αλαζονεία, αποκτούν μεγάλη δύναμη και σχηματίζουν ένα φράγμα που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Συχνά τα πάθη αυτά φαίνονται ασυμβίβαστα και εχθρικά μεταξύ τους, το ένα εξοστρακίζει το άλλο, όπως, για παράδειγμα, η φιλαρχία την ακηδία, ή η περιέργεια την αδιαφορία, ή η κενοδοξία τη νωθρότητα. Κι όμως, συγγενείς καθώς είναι, βρίσκονται σε αλληλουχία, και χειραγωγούν σταδιακά και αναγκαστικά τον ένοικο του ισογείου στην πολυπλοκότητά τους, σαν μέσα από βαθμούς μύησης σε οργάνωση. Ο ποιητής, όμως, δεν βλέπει απλώς οροφές, αλλά αψιδωτές οροφές. Γιατί η αψίδα δεν λυγίζει εύκολα από βάρη, και έτσι, αν πάνω σ’ αυτή την θολωτή οροφή των παθών πέσει το βάρος κάποιας αρρώστιας ή αποτυχίας, ή ταπείνωσης ή δοκιμασίας και κρίσης από τον Θεό, η οροφή μπορεί να στέκει πεισματικά όρθια.
Βέβαια η διήγηση δεν ήταν μια παραβολή, ήταν αληθινή εμπειρία που έκανε τον ποιητή να φοβηθεί και να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνο ως φωλιά του κακού, επικίνδυνο για την ακεραιότητά του. Άνθρωποι με συγγένεια αίματος, και ομόπιστοι, χωρίς επικοινωνία και αγάπη μεταξύ τους, που δεν συναντώνται ποτέ, αν και έχουν κάποια σχέση συμφέροντος. Σαν τους δαίμονες που μισούν ο ένας τον άλλον, και τα βρίσκουν μόνο στο κοινό τους στόχο, την καταστροφή μας. Τόση εντύπωση του προξένησε το γεγονός, τόση απορία, τόσο φόβο, κι όμως είναι κάτι που συναντάμε όχι σπάνια στη σημερινή καθημερινότητα, ναι, την Ελληνική καθημερινότητα των ομόπιστων Ελλήνων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια χώρα που πρώτη μίλησε για την αγάπη. Τί είναι αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να αγαπιούνται, αυτούς που τους συνδέει η φύση, η πατριά, η πατρίδα, και πιο πολύ η πνευματική συγγένεια; Και τί είναι αυτό που κάνει τους πεισματικά χωρισμένους και επίβουλους κάποτε να συμμαχούν σε ένα άλλο επίπεδο; Αυτή η εσωτερική αλλοτρίωση έχει να κάνει με το μεγαλύτερο πάθος, τον εγωισμό, και την αδελφή του, την φιλαυτία. Σαν αψίδα κάνουν την ψυχή σκοτεινή και αδιάβροχη από την ουράνια δροσιά, και σαν ασπίδα την κρατούν οχυρωμένη και αλεξίσφαιρη, απρόσβλητη από τα βέλη του Θεού. Μήπως μ’ αυτό το γάλα της φιλαυτίας δεν ποτίζει η μητέρα την κόρη; Μήπως με τέτοια ομόλογα εγωισμού δεν αλυσοδένει τον γιο ο πατέρας;
Ἡ προσωπική συναίσθηση όμως του πνιγμού και του σκοταδιού της αμαρτίας κάνει τον βασιλιά Δαβίδ να φωνάξει πως έχασε το φως των οφθαλμών του, να ταπεινωθεί, και να ελευθερωθεί χάρη στην αληθινή συντριβή του, την μετάνοιά του.
Η μετάνοια είναι αυτή που μας ανοίγει την πόρτα να τρέξουμε μακριά απ’ αυτή την πολυκατοικία. Το πολυώροφο οίκημα θα μένει εκεί, για επίδοξους ενοικιαστές του ισογείου, όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος. Γι αυτούς ο ουρανός θα είναι οι σκοτεινές θολωτές οροφές. Αντ’ αυτών η μετάνοια μας δείχνει μια σκάλα για τον πραγματικό ουρανό. Ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, εκπληττόμαστε βλέποντας ότι έχει ήδη κατέβει ο Θεός.
Ιερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός