Στην ελληνική βιβλιογραφία και δισκογραφία τα τελευταία χρόνια απαντά όλο και συχνότερα ο όρος «κοσμική μουσική» προκειμένου να ορισθεί η εκτός θρησκευτικής λατρείας μουσική. Η έννοια του «κοσμικού» ωστόσο δεν έχει πρωτογενή παρουσία στην ελληνική γλώσσα και εμφανίζεται εισαγόμενη, ως μετάφραση αντίστοιχων αγγλικών και γαλλικών όρων που σταδιακά απέκτησαν στη Δύση ιδιαίτερο βάρος μετά την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Στη Δύση η θρησκευτική έκφραση τέθηκε στο περιθώριο της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής και έλαβε και διακριτικό τίτλο, «θρησκευτικό». Αντίθετα, στην ορθόδοξη Ανατολή ο κόσμος, η φύση, ο άνθρωπος, η τέχνη αντιμετωπίζονται ολιστικά. Όλα καθαγιάζονται και όλα αποκτούν νέα υπόσταση. Σε μεγάλο βαθμό, άλλωστε, οι απαρχές και η εξέλιξη της μουσικής, όπως και κάθε μορφής τέχνης, εξαιρουμένων αυτών που εμφανίσθηκαν στον ιθ΄ και τον κ΄ αι., όπως η φωτογραφία και ο κινηματογράφος, η βίντεο αρτ κ.λπ., συνδέονται με την έκφραση του θρησκευτικού φαινομένου. Σχετική είναι η παρατήρηση του κορυφαίου φιλόσοφου και μουσικολόγου Theodor Adorno:
«η γλώσσα της μουσικής… περιέχει μία θεολογική διάσταση»,
και του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκυ:
«η τέχνη είναι μια ομολογία πίστεως».
Στις έντυπες εκδόσεις του ιθ΄ αι. δεν συναντάται ο όρος «κοσμική μουσική», αλλά οι όροι «εξωτερική» ή «θύραθεν» κ.ά. που σημαίνουν ακριβώς το μη εκκλησιαστικό μέλος. Οι όροι αυτοί ενίοτε, υποδηλώνουν και «το μέλος ανατολικών αλλοθρήσκων λαών», αν και η ιεροψαλτική κοινότητα προσλαμβάνει διαχρονικά την κοσμική μουσική ως μία ενότητα, ως ένα κοινό πολιτιστικό αγαθό, χωρίς εθνικές ή θρησκευτικές διακρίσεις. Η εκτός εκκλησίας μουσική ονομάζεται «εξωτερική» ή «κοσμική» και ο όρος αυτός φανερώνει τη χωροθέτηση και την αντιμετώπισή της. Δεν θεωρείται εξοβελιστέα, απλώς μη αρμόζουσα και δόκιμη για τη λατρεία. Είναι η μουσική των επισήμων τελετών στο Παλάτι και τον Ιππόδρομο, στις αυτοκρατορικές και τις άλλες πανηγυρικές πομπές· είναι η μουσική στα γεύματα, τα δείπνα, τα συμπόσια και στις ποικίλες διασκεδάσεις και ευωχίες. Χαρακτηριστική είναι και η διατύπωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο διήγημά του «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου»: «Ηγάπα πολύ τα μουσικά, τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά».
Η έννοια «κοσμική» δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αντίθετη της «θρησκευτικής», δεδομένου ότι στους παρελθόντες χρόνους κάθε εκδήλωση του ατομικού και συλλογικού βίου ήταν βαθιά ποτισμένη από ειλικρινές θρησκευτικό αίσθημα και έντονη μεταφυσική αγωνία, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και αυτοκράτορες συχνά εγκατέλειπαν την εξουσία τους και αποσύρονταν ως απλοί μοναχοί σε μοναστήρια (1). Πρέπει να αντιδιαστέλλεται από το λατρευτικό – κληρικό – εκκλησιαστικό και όχι από το θρησκευτικό. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Ε. Jammers:
«στο Βυζάντιο δεν ξεχώριζαν ακόμα εκκλησιαστικά και κοσμικά» (2).
Στην ίδια συνάφεια, αξίζει να σημειωθεί και η οργανική σχέση της θύραθεν μουσικής με την εκκλησιαστική. Οι απαρχές εντοπίζονται στις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις της ψαλτικής παράδοσης με την αρχαία ελληνική μουσική ως προς την οργάνωση του θεωρητικού συστήματος, τη σημειογραφία και τη μετρική, ενώ στην πορεία οι Πατέρες της εκκλησίας υιοθετούν αυτούσια «θύραθεν» μελικά στοιχεία για την αντιμετώπιση των αιρέσεων και μάλιστα από τις θυμελικές σκηνές και τον Ιππόδρομο. Χαρακτηριστική μορφή δανείου από τη θύραθεν μουσική είναι τα μεγαλυνάρια της εορτής της Υπαπαντής από τις βασιλικές επευφημίες. Οι επιρροές υπήρξαν εντούτοις, αμφίδρομες, και η Ψαλτική τέχνη υπήρξε ο κυριότερος παράγων επιρροής στο εξωτερικό μέλος στο πέρασμα των αιώνων. Αυτά τα ασαφή όρια θύραθεν – εκκλησιαστικού επεκτείνονται σε κάποιες περιπτώσεις και στο ρεπερτόριο. Στη χειρόγραφη παράδοση συναντώνται από την βυζαντινή περίοδο επευφημίες – άκτα και «φήμες» προς τους Αυτοκράτορες, σε τελετές και γιορτές στον Ιππόδρομο και στο παλάτι, αλλά και εντός των Ναών στο πλαίσιο λατρευτικών συνάξεων, συνήθεια που επιβιώνει και αργότερα προς άρχοντες, τσάρους, βοεβόδες κ.λπ., ενώ συχνά στα Κρατήματα απηχείται κάποιο κοσμικό μέλος. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα κάλαντα, τις αλφαβήτους και άλλα θρησκευτικού περιεχομένου τραγούδια όπως τα καππαδοκικά του Πάσχα, του Αζίζ Αλέξιου, του Αγίου Τάφου κ.ά.
Εξάλλου, οι μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, καθώς και οι μνήμες Αγίων αποτελούν από τους βυζαντινούς ήδη χρόνους σημαντική αφορμή για διασκέδαση και ψυχαγωγία. Μετά το τέλος των ιερών ακολουθιών, οι συνερχόμενοι ευφραίνονται με τραγούδια και χορούς, έθιμο που επιβιώνει αδιάλειπτα σε μεγάλη έκταση και με μεγάλη ένταση μέχρι τις μέρες μας.
Πέρα από τη συγκριτική μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών και των δομικών στοιχείων ψαλτικής τέχνης και κοσμικής μουσικής που φανερώνει ποικίλες αλληλεπιδράσεις, ενδεικτικά επίσης αυτής της συνοδοιπορίας είναι ένα πλήθος περιστατικών, εθίμων και συνηθειών. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας συμμετείχε με τη συνοδεία του στη μεταφορά των Δώρων κατά τη Μεγάλη Είσοδο στη Θεία Λειτουργία. Παρατηρείται συνεπώς για μία ακόμη φορά υιοθέτηση λειτουργικών τύπων από την εθιμοτυπία της βυζαντινής Αυλής, αλλά και συμμετοχή της ανώτατης κοσμικής εξουσίας σε μία από τις ιερότερες στιγμές της ορθόδοξης λατρείας, όπως στην περίπτωση του Αυτοκράτορα Θεοφίλου περί το 830, ο οποίος
«εμέλιζε στιχηρά, και διδούς τοις ψάλταις, προέτρεπεν αυτούς, ίνα ψάλλωσιν αυτά· και αυτός ηγάπα να χειρονομή και εν φαιδραίς πανιγύρεσι» (3).
Ακόμη, συχνά στα βασιλικά γεύματα οι ψάλτες της Αγίας Σοφίας, οι Αγιοσοφίται και οι των Αγίων Αποστόλων, οι Αγιαποστολίται, έψαλλαν επαίνους στον βασιλέα, τα βασιλίκια,
«ηρεμούντες, καθ’ ον χρόνον ηύλουν τα δύο αργυρά όργανα» (4).
Στο μεταβυζάντιο, στα όρια της κοσμικής μουσικής κινείται και το είδος των καλοφωνικών ειρμών, ιδίως αυτών που συνετέθησαν εξ αρχής για εξωλειτουργική χρήση «ψαλλομένων εις το τέλος των ακολουθιών και εις τιμίας ευθυμίας» και «εις άριστον φίλου». Η συνήθεια της ψαλμώδησης σε φιλικές συνάξεις και γεύματα φαίνεται να είναι αρκετά παλαιά, ενώ συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας όταν παρευρίσκονται ψάλτες˙ ο γράφων έχει συμμετάσχει προσωπικά σε πολλές. Ο Άγγ. Βουδούρης, μάλιστα, χαρακτηρίζει «αρχαίον έθιμον», την παρουσία και ψαλμωδία των ψαλτών της Μεγάλης Εκκλησίας στα επίσημα γεύματα των πατριαρχών (5):
«Οι πατριαρχικοί ψάλται εκτός των εν τω ναώ καθηκόντων αυτών είχον τοιαύτα και οσάκις οι πατριάρχαι έδιδον επίσημα γεύματα· τότε οι μουσικοί χοροί, αποτελούντες την πατριαρχικήν ούτως ειπείν μουσική ορχήστραν, παρευρισκόμενοι εν ιδιαιτέρω παρακειμένω δωματίω υπό την ηγεσίαν του πρωτοψάλτου έψαλλον διάφορα μέλη κατάλληλα τη περιστάσει, συνήθως ειλημμένα εκ των καλοφωνικών ειρμών».
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δίδει με γλαφυρό τρόπο μία παρόμοια ατμόσφαιρα στη Σκιάθο του ιθ΄ αι.:
«Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός Ανέστη, ύστερον τα θύραθεν» (6).
Αλλά και ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος διασώζει ένα συναφές περιστατικό που έλαβε χώρα στην παλιά Μεγάλη Αρχιδιακονία στην Πόλη τη δεκαετία του ’60, όπου μετά το πέρας της κυριακάτικης Θ. Λειτουργίας στον πατριαρχικό Ναό ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μ.Χ.Ε. Θρασύβουλος Στανίτσας τραγούδησε με μυσταγωγικό τρόπο το Σεγκιάχ Μπεστέ του Ζαχαρία του Χανεντέ (7). Στο ίδιο κλίμα κινείται και η περιγραφή του Samuel Baud-Bovy σε μία επίσκεψή του στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα του Αγ. Όρους στις αρχές του κ΄ αι.· εκεί ο καλύτερος ψάλτης του Αγ. Όρους τότε, κατά τη γνώμη του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Χρυσάνθου,
«ο π. Συνέσιος, πέρασε από τα Χερουβικά στο Λαγιαρνί, από το Λαγιαρνί σε χαβάδες του σεβντά, για να φτάσει στους αμανέδες…» (8).
Με όσα εκτέθηκαν παραπάνω γίνεται σαφές ότι η ύπαρξη κοσμικής μουσικής σε χειρόγραφους κώδικες εκκλησιαστικής μουσικής αποτελεί φυσικό επακόλουθο ενός ανοικτού, εξωστρεφούς και ελεύθερου μουσικού πολιτισμού, ενταγμένου αρμονικά σε ένα ευρύτερο κλίμα αίσθησης και θεώρησης των πραγμάτων, των ενθάδε και των επέκεινα.
Κυριάκος Καλαϊτζίδης
Μουσικός, Διδάκτωρ Βυζαντινής Μουσικολογίας
1. Στο «Συνοδικόν της Αγίας και Οικουμενικής Ζ΄ Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας» αναφέρονται πολλά ονόματα βασιλέων και βασιλισσών του Βυζαντίου «των την ουράνιον Βασιλείαν, της επί γης ανταλλαξαμένων» (βλ. Τριώδιον, εκδ. Φως, Αθήνα 1983, σσ. 155-166). Ο Κ. Καβάφης αποτυπώνει με θαυμάσιο τρόπο τη συνήθεια αυτή στο ποίημά του «Μανουήλ Κομνηνός»:
Ο Βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
………………………
παληές συνήθειες και ευλαβείς θυμάται
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.
Κ. Π. Καβάφη, Τα ποιήματα (1897-1918), επιμ. Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα 1995, τ. Α΄, σ. 51.
2. Jammers, Ewald, Rhythmische und tonale Studien zur Musik der Antike und des Mitteralters, analytisch untersucht, Archiv für Musikforschung, VI 94-115 et 151-181 (1941).
3. Χρυσάνθου, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, Τεργέστη 1832, σσ. XXX & ΧΧΧΙ.
4. Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 197, όπου δίδονται και οι σχετικές πηγές.
5. Άγγ. Βουδούρη, «Οι μουσικοί χοροί της Μεγάλης του Χριστού εκκλησίας κατά τους κάτω χρόνους», περιοδικό Ορθοδοξία, 1934-1937, σσ. 287 & 156 όπου και σχετικές παραπομπές.
6. Αλ. Παπαδιαμάντη, «Εξοχική Λαμπρή», Άπαντα, τ. Β΄, σ. 132, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλοπούλου, Αθήνα 1982.
7. Ευαγγέλου Γαλάνη Μητροπολίτου Πέργης, «Εκ Φαναρίου…» Β΄ Αειδίνητον Όφλημα, Αθήνα 1997, σσ. 244-247.
8. S. Baud-Bovy, «Πρόλογος» στην α΄ έκδοση του βιβλίου Μουσική ερμηνεία των δημοτικών τραγουδιών της Μονής των Ιβήρων της Δ. Μαζαράκη, Αθήνα 1967, σ. 9. Ο πρώην βιβλιοθηκάριος της μονής Σταυρονικήτα και νυν βιβλιοθηκάριος της μονής Ιβήρων π. Θεολόγος επιβεβαίωσε κατά την παρούσα έρευνα ότι σώζονται μέχρι σήμερα τετράδια με καταγραφές δημοτικών τραγουδιών του π. Συνεσίου.