Ο Μπρεχτ είχε πει ότι το κακό άλλοτε ήταν ένα βουνό μέσα στην πεδιάδα, και το έβλεπες, τώρα είναι τα πάντα μια πεδιάδα. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να δοθεί πιο γραφική εικόνα για την εποχή μας, τη λεγόμενη νέα εποχή. Δεν είναι νέα, γιατί τα υλικά της είναι παλαιά. Είναι νέα σε τούτο, στον τρόπο που τα χρησιμοποιεί.
Η εποχή μας έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: τη σύγχυση και την πόλωση. Όχημα και των δύο είναι η γλώσσα. Η γλώσσα δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας—το γνωρίζουν καλά αυτό οι μνηστήρες της εξουσίας. Οι λέξεις είναι σύμβολα και φορείς πολιτισμού και μπορούν να μπολιάσουν έναν ολόκληρο πολιτισμό.
Η γλώσσα ήταν στην αρχαία εποχή μέσο δημαγωγίας και χειραγώγησης. Σήμερα είναι, μαζί με την εικόνα, το όπλο της προπαγάνδας. Χρήση της γλώσσας στην προπαγάνδα σημαίνει παράχρηση, αλλοίωση και κατακρεούργησή της. Σημαίνει βίαιο χωρισμό της λέξης από το καθιερωμένο σημαινόμενο, ώστε να αποδοθεί σε κάποια άλλη πραγματικότητα. Οι λέξεις πλέον δεν σημαίνουν αυτό που η γλωσσική κοινότητα τις είχε αποδώσει στη διαχρονία της γλώσσας. Σημαίνουν αυτό που η τρέχουσα εξουσία επιβάλλει με όλα τα μέσα που διαθέτει, και με συνεπίκουρο το έλλειμμα παιδείας. Οι λέξεις δεν έρχονται να προσφέρουν τη συμβολική τους αξία στη διατύπωση μιας θέσης, αλλά επιτάσσονται για να κουβαλήσουν, σαν αχθοφόροι, μια καινούργια έννοια στο χτίσιμο μιας μορφής ζωής. Διατηρούν το συναισθηματικό τους φορτίο, αλλά συσχετίζονται με άσχετα σημαινόμενα.
Και ενώ σε αρχαιότερες εποχές η γλώσσα συνδεόταν περισσότερο με τον “λόγο”, σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο τεχνητή, βασίζεται σε κλισέ, όπως στα πολιτικά μηνύματα. Προσφυώς ήτο γεγραμμένον επί δημοσίου καζανακίου εν Λονδίνω: Πατήστε το κουμπί και θα ακούσετε λόγο του πρωθυπουργού. Εδώ δεν υπάρχει ο λόγος που χτίζει στο επιχείρημα και σφυρηλατεί σκεπτόμενους ανθρώπους, αλλά λέξεις και φράσεις τεχνητές που μπαίνουν στις κυψέλες του μυαλού για να μας κάνουν να φαντασθούμε την πραγματικότητα όπως την ορίζει ο υποβολέας. Χρησιμοποιούνται σαν εικόνες που δεν έχουν να πουν τίποτε, ωστόσο διεγείρουν το θυμικό και την επιθυμία. Περιδινούνται στα καθημερινά μηνύματα, για να δημιουργήσουν εντυπώσεις ανεξάρτητα από την ορθή σημασία τους. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν χωρίς να καλλιεργούν. Όσο μεγαλύτερος είναι ο καταιγισμός, τόσο μεγαλύτερο και το ποσοστό επιτυχίας. Ο τρόπος αυτός έχει ένα επιπλέον πλεονέκτημα για τον εξουσιαστή. Να λέει ψέμματα χωρίς καν να χαμηλώνει τα μάτια.
Ο ευφημισμός οργιάζει όχι απλώς για την παραπλάνηση της κοινής γνώμης αλλά για την κατασκευή μιας νέας κοινωνίας. Μερικά παραδείγματα αρκούν: “Παράπλευρες απώλειες” για τον θάνατο αμάχων, “Ευρωπαϊκή εποπτεία” για κατοχή, “έκτακτη εισφορά” για το μόνιμο χαράτσι, “δανειστές” για τους τοκογλύφους, “αναβάθμιση της υγείας” για το κλείσιμο ή ιδιωτικοποίηση νοσοκομείων, “διαθέσιμο εργατικό δυναμικό” για την ανεργία, “εθνικός διχασμός” για το “πως τολμάτε να σηκώνετε κεφάλι”.
Η μέθοδος αυτή ξεκινά από πιο απλές λέξεις που στοιχειοθετούν μια κουλτούρα. Αναφέρω το περιστατικό ενός μαθητή, ο οποίος στο μάθημα της αγγλικής χρησιμοποίησε για τον εαυτό του τη λέξη gay, με την αρχική σημασία της, που δηλώνει τον ιλαρό και χαρούμενο άνθρωπο. Ο καθηγητής χαμογέλασε και του είπε ότι η λέξη δήλωνε πλέον κάτι άλλο. Γιατί όμως δήλωνε κάτι άλλο; Ενώ υπήρχε η ακριβέστατη (και ηθικά ουδέτερη) λέξη homosexual, γιατί αντικαταστάθηκε από μια άλλη; Μα ακριβώς επειδή η άλλη λέξη, με τη θετική της συνυποδήλωση, έδινε θετική σημασία στο περιεχόμενο. Μια λέξη δηλαδή ξαφνικά επιλέγεται (και επιβάλλεται με την επανάληψη) για να προωθήσει ένα συγκεκριμένο μήνυμα επευφημίας, μια καινούργια κουλτούρα. Στη βάση αυτή γίνονται μαθηματικές εξισώσεις: η ομοφυλοφιλία είναι “επιλογή”, που σημαίνει έκφραση ελευθερίας του προσώπου. Ταυτόχρονα, όμως, ο ομοφυλόφιλος είναι “φυλακισμένος” σε ξένο σώμα, όπερ συνεπάγεται ότι έχει δικαίωμα να μεταποιήσει τη φυλακή του. Εννοείται ότι αν έχεις γνώμη αντίθετη σε κάτι τόσο θετικό, σου απαγγέλλεται η κατηγορία του ρατσισμού!
Ἠ έστω της … ομοφοβίας. Το παράδειγμα αυτό μαρτυρεί ένα άλλο χαρακτηριστικό των καιρών μας. Την τεχνητή πόλωση ή τα ψευδή-εκβιαστικά διλήμματα, για την κατασκευή των οποίων δημιουργούνται ασαφείς νεολογισμοί. Όσο ανόητη και άνευ περιεχομένου φαίνεται η λέξη ομοφοβικός, ωστόσο στοιχειοθετεί πλέον μομφή σοβαρή για όποιον εκλιπαρεί μια θέση στην κοινωνία! Αν δεν τάσσεσαι υπέρ της ομοφυλοφιλίας είσαι ομοφοβικός. Αντίστοιχα, αν δεν είσαι διεθνιστής, είσαι εθνικιστής. Η ετικέτα του εθνικιστή φοριέται σε όποιον ανησυχεί για την πατρίδα του, και του ρατσιστή σε όποιον ισχυρίζεται ότι υπάρχουν και Έλληνες πρόσφυγες στη χώρα τους. Η λέξη ρατσισμός κατέληξε μέσο ενοχοποίησης αντιφρονούντων και χρησιμοποιείται για να επιβάλλει το ρατσισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ένα επίσης ψεύτικο και παραπλανητικό δίλημμα είναι αυτό που συνδέεται με τον μεγαλύτερο “τρόμο” των καιρών μας, την ισλαμική τρομοκρατία. Παρατηρεί κανείς τόσο σε Ελληνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο την προβολή ενός συγκεκριμένου διπόλου: Θρησκευτικός φανατισμός ή εκκοσμικευμένο άθεο Κράτος. Η ίδια πόλωση, με άλλους όρους, παρουσιάζεται και από το στρατόπεδο των “ενθέων”: Ή είσαι με τον Αλλάχ και την ευσέβεια που ορίζει ο θρησκευτικός νόμος, ή είσαι παιδί της άθεης ιμπεριαλιστικής Δύσης. Αυτά ορίζουν τις εναλλακτικές, από αυτά διαλέγετε και παίρνετε, καμιά άλλη πρόταση ζωής, σαν να μην υπάρχει, σαν να μην υπήρξε ποτέ η χριστιανική φιλοσοφία και εμπειρία, κι αν κάποτε γίνεται αναφορά σ’ αυτήν, τότε βιαστικά, συλλήβδην, ρίχνεται στο τσουβάλι του θρησκευτικού φανατισμού. Καμιά συζήτηση περί των διαφορών, επί της ουσίας. Πρόκειται για δόλια απόκρυψη, για άγνοια, ή για τον τέλειο συνδυασμό τους;
Και το αποτέλεσμα του εκβιαστικού διλήμματος; Ο ίδιος ο πολίτης αναζητά ασφάλεια σε αντιτρομοκρατικούς νόμους. Έρχεται και το Ευρωπαϊκό σχολείο και λέει απαγορεύεται οποιαδήποτε αναφορά στον Θεό, ακόμη κι αν πρόκειται για τον Θεό στη Λογοτεχνία! Και το Ελληνικό Κράτος απαγορεύει την είσοδο κληρικών επιστημόνων στα σχολεία και μετατρέπει τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας σε θρησκειολογία. Οι επιλογές αυτές υπηρετούνται από την ξύλινη γλώσσα με τη δύναμη της απροσδιοριστίας και σύγχυσης: επιβάλλονται στο πλαίσιο της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας, με κύριο χαρακτηριστικό τον σεβασμό των μειονοτήτων και της διαφορετικότητας. Δεν είναι αυτή η αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι στη νέα αυτή κουλτούρα τίποτε διαφορετικό δεν είναι ανεκτό. Και το λιγότερο ανεκτό είναι η ίδια η χριστιανική πίστη. Απόδειξη είναι ότι ο λεγόμενος νέος αθεϊσμός που καταφθάνει από τη Δύση διαφέρει σε τούτο μόνο από τον παλαιό: είναι επιθετικός, καταλογίζει ηλιθιότητα στους Χριστιανούς, θεωρεί τη χριστιανική πίστη ένα σύστημα μολυσματικό και επικίνδυνο. Η επιχειρηματολογία; Όταν δεν είναι ανύπαρκτη, είναι αφελέστατη και μυωπική, αγνοεί επιμελώς και τη θεολογία και την ιστορία.
Κι έρχονται σήμερα γνωστικοί, χρησμωδοί, και λοιποί μετρ της οκάς να εδραιώσουν τη νέα κουλτούρα, πείθοντας με έπεα άπτερα ρεντικουλάρια: ότι όποιος βάζει τη σημαία στο μπαλκόνι του είναι εθνικιστής, ότι όποιος μιλάει για Θεό είναι φονταμενταλιστής, ότι η πολλή διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής είναι “παρά φύσιν” (άμα έχεις μορφωμένο Υπουργό Παιδείας!), ότι “εθνικές συλλογικότητες” έκαναν την επανάσταση του 1821, ότι η παντομίμα της πολιτικής είναι έκφραση της δημοκρατίας, ότι το παιδί μεγαλώνει φυσιολογικά με ένα πατέρα και ένα πατέρα, ότι ο γάμος δεν είναι απαραιτήτως μεταξύ άνδρα και γυναίκας, και το πλέον περιεκτικό, ότι το Όχι μπορεί να κατανοείται ως Ναι. Ευρύτερα, ότι είναι προοδευτικό να ζεις χωρίς όρια, αναστολές και ενοχές, άκρως “πραγματιστής”—ευφημισμός που δηλώνει το ξέστρωτο γαϊδούρι και τον νομότυπο λωποδύτη. Για την ακρίβεια, δεν έρχονται να μας πείσουν—αυτό ανήκει στην παρωχημένη εποχή των σοφιστών—αλλά να μας επιβάλουν μια νέα λογική, και να μας πουν πόσο ανόητοι ήμασταν μέχρι τη στιγμή που αυτοί οι αγωνιστές είχαν το θάρρος να αποκαλύψουν τον ορθό λόγο πέραν του καλού και του κακού.
Εφόσον οι ίδιες οι λέξεις χάνουν τη σταθερότητά τους, έρχεται η ασυνέπεια να συμπληρώσει τη σύγχυση. Ασυνέπεια στον λόγο και στην πράξη, που με τη σειρά της επιτείνει τη σύγχυση. Παρατεταμένη σύγχυση σημαίνει όχι μόνο άμβλυνση κριτηρίων της αληθείας αλλά και αποθάρρυνση ως προς αυτή την αναζήτηση της αλήθειας και εν τέλει αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της αλήθειας. Μετά απ’ αυτό δεν έχει νόημα να κοιτάζω πέρα από τα τρέχοντα της απτής αμεσότητας. Το μόνο που απομένει είναι η προσαρμογή στην αλήθεια του ισχυρού, μια θέση στις βασιλείες αυτού του κόσμου, και η καταναλωτική μου “βούληση”…
Ας δούμε ένα παράδειγμα σύγχυσης και ασυνέπειας στο πνευματικό /εκκλησιαστικό χώρο. Είναι τα κείμενα των διαχριστιανικών διαλόγων, ή και αυτής της προγραμματισμένης Μεγάλης Συνόδου. Επιβλητικά στο ύφος τους, καταφεύγουν συχνά σε νοηματικά νεφελώματα. Διατείνονται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Αγία Αποστολική και Καθολική Εκκλησία, και ταυτόχρονα αποδίδουν τον χαρακτηρισμό “Εκκλησία” στις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Και έρχεται ο προτεστάντης ή Ρωμαιοκαθολικός και με το δίκιο του διαμαρτύρεται και λέει: “Βρε παιδιά, εμείς τελικά τί είμαστε; Πώς μας βλέπετε; Μέλη της Εκκλησίας ή όχι; Κι αν δεν ανήκουμε στην Μία Αγία κ.λπ., τότε οι Εκκλησίες μας, τις οποίες εσείς αναγνωρίζετε, τί στην ευχή είναι;” Δεν θέλω να πω ότι οι συντάκτες τέτοιων κειμένων ανήκουν σε κάποιο κίνημα νέας εποχής. Θέλω να πω ότι όλοι έχουμε επηρεασθεί από το ίδιο πνεύμα της ασυνέπειας και σύγχυσης.
Η εσφαλμένη ερμηνεία μιας λέξης μπορεί να κάνει τόσο κακό όσο και η εσφαλμένη μετάφραση ή το εσφαλμένο αντίγραφο. Πολύ περισσότερο η παράχρηση της γλώσσας που υπηρετεί κρυφά προγράμματα, αλλοιώνοντας ολόκληρη την πραγματικότητα. Η πράξη αυτή δεν προέρχεται από την ίδια την κοινότητα, αλλά από το πουθενά, όπως τα νυχτερινά νομοσχέδια που πέφτουν εξ ουρανού για να ανοίξουν και τα πιο γερά κεφάλια.
Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι η επένδυση στο γλωσσικό κεφάλαιο. Μελετώντας ένα καλό βιβλίο, εμβαθύνοντας στη γλώσσα, βλέπουμε πρώτον, ότι τα όρια της πραγματικότητας είναι απείρως ευρύτερα από αυτά που μας παρουσιάζονται. Δεύτερον, ότι η πραγματικότητα δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Τρίτον, ότι η πραγματικότητα, γι αυτόν που έχει ασκηθεί να βλέπει, έχει καθαρά περιγράμματα, ακόμη κι αν οι οροσειρές και η θάλασσα χάνονται στον ορίζοντα.
Μη σκιάζεσθε τα σκότη. Για τον Χριστιανό η πίστη είναι φως, και η γνώση είναι η πανοπλία του φωτός. Αλλά και για όποιον αναζητά την αλήθεια η γνώση ανοίγει ορίζοντες. Αν δεν παρέχεται σήμερα η γνώση, που ξεκινά από τις πιο απλές λέξεις, ας την αναζητήσουμε μόνοι μας, κι ας την προσφέρουμε στα παιδιά μας. Με το βιβλίο, τον λόγο, το παράδειγμα, τη συνέπεια. Έτσι μόνο θα είμαστε σε θέση να εφαρμόσουμε τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου: πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε.
Ιερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός