Τὰ Χριστούγεννα, λέμε, εἶναι μιὰ οἰκογενειακὴ γιορτή. Δώσαμε ἔμφαση καὶ στὴν “ἁγία οἰκογένεια”, ξεχνώντας κάπως τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο. Ἀνταλλάσσουμε κάρτες, εὐχές, δῶρα, παραθέτουμε τραπέζι, καὶ ὅσο μποροῦμε προσπαθοῦμε νὰ ξεχνᾶμε τὰ βάσανά μας. Τίποτα κακὸ μέχρι ἐδῶ. Κάθε μεγάλη γιορτή, καὶ ἰδιαιτέρως αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων, γίνεται ἀφορμὴ τῆς μεταξύ μας θερμότερης ἐπικοινωνίας, ποὺ τόσο πολὺ στερούμεθα. Τί γίνεται ὅμως ὅταν ἡ σχέση μας μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀρχίζει καὶ τελειώνει στὸ ὄμορφο περιβάλλον, στὰ φῶτα, στὰ γλυκὰ καὶ στὰ στολίδια; Μοιάζει σὰν τὴν ἐπίσκεψη ποὺ κάνουμε σὲ ἕνα νεογέννητο παιδί, εὐχόμαστε στοὺς γονεῖς, καὶ φεύγουμε.
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ δεῖ κανείς, κυρίως στὶς μεγάλες πόλεις, ὅτι τὰ Χριστούγεννα ἔχουν γίνει μιὰ γιορτὴ χωρὶς περιεχόμενο. Διακοπή προσωρινή, ἀργία ἄδεια, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ τὴ γεμίσουμε – ὅπως γεμίζουμε τὴ γαλοπούλα – μὲ πολλὴ κατανάλωση, γιατὶ ἡ κατανάλωση εἶναι ἡ μόνη διαδικασία ποὺ μᾶς δίνει μιὰ αἴσθηση χαρᾶς. Παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ προσπάθεια νὰ γιορτάσουμε στολίζοντας, διασκεδάζοντας, δημιουργώντας ἕνα κλῖμα χαρᾶς. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν μεγάλη κοινωνικότητα, στενοχωροῦνται ἀκόμη περισσότερο, ἀφοῦ αἰσθάνονται περισσότερο τὴ μοναξιά τους. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι κοινωνικοί μέν, μὲ πολλοὺς φίλους καὶ γνωριμίες, ἀλλὰ μὲ ὄχι ἀληθινὴ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἐπαφή, βλέπουν τὴν κατάθλιψη νὰ θεριεύει, ὅσο κι ἂν κουκουλώνεται μὲ διασκεδάσεις καὶ κοινωνικὲς σχέσεις. Διερωτᾶται κανείς. Τί θὰ ἀπομείνει, ἂν στερηθοῦμε τὸ δέντρο, τὸ στολισμό, τὸ πλούσιο τραπέζι, τὸ δεῖπνο στὸ ἐπίσημο ἑστιατόριο (πού τελείως ἀνεξήγητα γίνεται τέτοιες μέρες πολὺ ἀκριβότερο), τὴ δυνατότητα νὰ ἀνταλλάσσουμε δῶρα, κι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀθῶα καὶ εὐχάριστα;
Σήμερα, ἡ κρίση ποὺ ὅλοι μας, λιγότερο ἢ περισσότερο, βιώνουμε ὀδυνηρά, κλόνισε αὐτὸ τὸ ψεύτικο κατασκεύασμα τῆς γιορτῆς τῆς καταναλώσεως καὶ τῆς εὐμάρειας. Αὐτὴ εἶναι ἡ καλὴ πλευρὰ τῆς κρίσης. Φανερώνει τί εἶναι ψεύτικο στὴ ζωή μας. Κάποιοι προβληματιζόμαστε καὶ φιλοσοφοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὴ ζωή, τοὺς ἄλλους καὶ τὸν Θεό. Ὅμως, πολλοὶ στενοχωρούμεθα μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ λιγοστεύουν τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὰ ποὺ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία μας. Καμιὰ στροφὴ στὸν ἑαυτό μας. Καμιὰ ἀναζήτηση ἑνὸς ἄλλου νοήματος.
Κάποιος Εὐρωπαῖος φιλόσοφος εἶπε ὅτι ἡ πλεινονότητα τῶν ἀνθρώπων κάνουν στροφή, ὑπαναχωροῦν, ὅταν φθάνουν στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ὅπου καλοῦνται σὲ μιὰ ζωὴ ὑψηλότερη—τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ κάνουν πίσω φοβισμένοι, καὶ προτιμοῦν νὰ εἶναι οἱ πρακτικοὶ ἄνθρωποι τῆς καθημερινότητας –στὴν καλύτερη περίπτωση καλοὶ πατεράδες, καλοὶ ἐπαγγελματίες, καλοὶ ἐπίτροποι στὴν ἐνορία, κ.λπ., μέχρι ἐκεῖ ὅμως! Πέρ’ ἀπ’ αὐτὸ ἀποφεύγουν τὴν ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ἔτσι στεροῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους τὴν ἐμπειρία τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεό. Τὸ βλέπει κανεὶς σήμερα, ὅταν παρατηρεῖ τὶς προτεραιότητες ἀκόμα καὶ τῶν πιστῶν χριστιανῶν: πρῶτα τὸ ἀτομικὸ κέρδος, ἡ ἐπαγγελματικὴ ἐπιτυχία, μετὰ ἡ οἰκογένεια, καὶ κάπου στὸ τέλος ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό. Προτιμᾶμε ἕνα μακρινὸ Θεό, ποὺ λιγάκι τὸν φοβόμαστε, φοβόμαστε τί μπορεῖ νὰ μᾶς ζητήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποτε τοῦ λέμε “γεννηθήτω τὸ θέλημά σου”, ἐννοοῦμε μᾶλλον “ἐπίτρεψε Κύριε νὰ γίνει τὸ θέλημά μου”— διότι ξέρουμε ἐμεῖς καλύτερα ἀπὸ τὸν Θεὸ τί ὀφείλει νὰ μᾶς δώσει, τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ κάνει, γιὰ νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ὁ καλὸς Θεός! Καὶ ἐδῶ τελειώνει ἡ θρησκευτική διάσταση τῆς ὕπαρξής μας. Γιὰ μᾶς ἡ πραγματικὴ ζωὴ εἶναι αὐτὴ ἡ καθημερινὴ καὶ ἄμεση πραγματικότητα, μὲ ὅλες τὶς κοσμικὲς χαρὲς καὶ λύπες. Κι ἕνας Θεὸς ξέρει ἂν πραγματικὰ πιστεύουμε στὴν αἰωνιότητα, ἂν πραγματικὰ πιστεύουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ζοῦμε τώρα εἶναι ἕνα στάδιο ἑτοιμασίας ἢ ἕνα παράθυρο στὴν ἀιωνιότητα. Ἡ πολλὴ “λογική”, αὐτὴ ἡ χαμαιρπὴς λογική, ἔχει ὑποτάξει καὶ ἐξευτελίσει τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ βλέπει κανεὶς στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στοὺς Ἁγίους. Καὶ τὸ πιὸ σοβαρὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ λογικὴ χαρακτηρίζει καὶ τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς σήμερα. Ἔτσι, ὅταν μιλᾶμε θεωρητικὰ γιὰ τὰ Χριστούγεννα, ὅταν ἐνσωματώνουμε καὶ στὴν ὁμιλία μας σύγχρονα θαύματα καὶ χαρίσματα, τὸ ἀκροατήριο εἶναι εὐχαριστημένο, καὶ ἡ ὁμιλία μας θεωρεῖται ὡραία καὶ ἐπιτυχημένη. Ὅταν ὅμως ἀρχίζουμε νὰ ἐκφραζόμαστε ὑπαρξιακά, ὅταν δηλαδὴ προσπαθοῦμε νὰ μεταφέρουμε τὸν Χριστιανισμὸ στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, ὅταν λέμε ὅτι πνευματικὴ ζωὴ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ κάποιες προσευχές καὶ ἕναν ἐκκλησιασμό, τότε πολλοὶ αἰσθάνονται ἄβολα, ἢ καὶ σκανδαλίζονται.
Μήπως πλέον πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε, νὰ ξαναβροῦμε, νὰ ξαναζήσουμε τὸ περιεχόμενο μιᾶς μεγάλης γιορτῆς, ποὺ τὴ ζοῦσαν οἱ Χριστιανοὶ ἀκόμη καὶ στὶς κατακόμβες, ποὺ τὴ ζοῦσαν καὶ οἱ ἀσκητὲς στὶς ἐρήμους; Δὲν θέλει πολλά, εὐτυχῶς, γιὰ νὰ ζήσεις μιὰ χριστιανικὴ ἑορτή. Οὐσιαστικὰ ἕνα μόνο χρειάζεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ καρδιά μας. Αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς, ὄπως καταγράφεται στὶς Παροιμίες τοῦ Σολομῶντος: “δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν”.
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος
Καθηγούμενος Ἱ.Μονῆς Κουτλουμουσίου
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία)