Πενθούν πολλοί και αντιδρούν για τον χωρισμό του θανάτου, όπως τα νήπια κλαίνε κατά την ώρα που γεννιούνται.
Αν το νήπιο είχε φωνή και λόγο, θα αγανακτούσε, επειδή με την γέννησή του αποχωρίζεται από τα σπλάγχνα της μάνας του. Θα φώναζε λέγοντας ότι πονάει πολύ που αποσπάται από τη γλυκιά ζωή, την οποία απολαμβάνει μέσα στη μήτρα της μάνας του. Άλλωστε αυτό κάνει. Διότι μόλις γεννηθεί το παιδί, μαζί με την πρώτη αναπνοή του συνεκβάλλει και το πρώτο δάκρυ του. Είναι σαν να δυσανασχετεί και να διαμαρτύρεται κλαίγοντας για τον χωρισμό από τη ζωή που ζούσε. Έτσι ακριβώς αντιδρούν και οι άνθρωποι με το θάνατο. Αντιδρούν σαν το νήπιο που γεννιέται κλαίγοντας. Αντιδρούν, θέλοντας να ζουν συνεχώς στη γη αυτή της υλικής υγρότητας.
Όταν λοιπόν έλθει ο πόνος του θανάτου, σαν τον πόνο της γέννας, που γεννά τους ανθρώπους σε μια άλλη ζωή, αυτό μεν που πεθαίνει, όταν φτάσει στο φως της ζωής εκείνης και αναπνεύσει το καθαρό πνεύμα, γνωρίζει καλά πλέον την μεγάλη διαφορά της επίγειας από εκείνη τη ζωή. Όσοι όμως μένουν πίσω σε τούτο τον βαλτώδη και πλαδαρό βίο, σκέπτονται σαν τα κυοφορούμενα έμβρυα. Αυτοί οδύρονται για κείνον που πέθανε, σαν να έχασε κάτι πανάκριβο. Το ότι δηλαδή αποχωρίστηκε «τῆς συγγενείας ἡμῶν». Δεν γνωρίζουν οι ταλαίπωροι, ότι αυτός που πεθαίνει ανοίγει τα μάτια του σε έναν άλλο κόσμο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το μωρό που βγαίνει από τη μήτρα της μάνας του στο φως της επίγειας ζωής. Ως άνοιγμα των ματιών βέβαια πρέπει να εννοήσουμε το άνοιγμα των ματιών της ψυχής, με τα οποία οράται καθαρά η αλήθεια των πραγμάτων.
Όταν δηλαδή η ψυχή φτάσει εκεί, λειτουργεί η πνευματική ακοή, με την οποία ακούει πια τα άρρητα ρήματα, «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορινθίους 12,4) όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Ανοίγει τότε και η γλώσσα και ελκύει το καθαρό πνεύμα. Παίρνει δύναμη, ώστε να λαλεί με νοητή φωνή τον αληθινό λόγο μπαίνοντας στην πανήγυρη του ουρανού και στη συντροφιά των αγίων.
Εκεί αξιώνεται και της θεϊκής γεύσεως, με την οποία αντιλαμβάνεται αυτό που λέει ο ψαλμός, ότι «χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμός 33,9). Με την καινούργια όσφρηση αντιλαμβάνεται την ευωδία του Χριστού.
Τέλος δε με την καινούργια αίσθηση της αφής η ψυχή ακουμπάει στην Αλήθεια και ψηλαφά τον Λόγο Χριστό, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης (Α΄ Ιωάννου 1,3).
Εάν αγαπητέ μου όλα αυτά ακολουθούν μετά από τη γέννα του θανάτου, τότε σε τί χρειάζεται το υπέρμετρο πένθος και η σκυθρωπότητα και η κατήφεια;
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις τους κεκοιμημένους.
(τὸ παρὸν παραθέτουμε εις μνημόσυνον του αδελφού μας Μιχαήλ μοναχού, που εκοιμήθη εν Κυρίω στὴν Μονή μας την Κυριακή της Τυρινής)