Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες μαρτύρησαν το έτος 320 στη Σεβάστεια του Πόντου. Κατάγονταν από διαφορετικές πατρίδες, αλλά υπηρετούσαν στο ίδιο στρατιωτικό τάγμα. Επειδή δεν υπάκουσαν σε διαταγή του αυτοκράτορα Λικινίου (308-323) ν’αρνηθούν την πίστη στο Χριστό, καταδικάστηκαν σε θάνατο και ρίχθηκαν γυμνοί στην παγωμένη λίμνη της πόλης. Εκεί έμειναν όλη νύχτα, ενώ κοντά τους υπήρχε, σαν ακαταμάχητος πειρασμός , θερμό λουτρό. Το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητα τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τους τραβούσαν στην ακρολιμνιά για να τους συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα.
Η μητέρα ενός από αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας τον γιό της. Αυτός ήταν πιο νέος από όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή να δειλιάσει και να φανεί έτσι ανάξιος της κλήσης του. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας:
—Παιδί μου γλυκύτατο! Του ουράνιου Πατέρα πιά παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! Μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. Όλα αυτά πέρασαν. Τά΄χεις νικήσει με τη γενναιότητα σου. Από ΄δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη… Αυτά θα γευτείς βασιλεύοντας μαζί με τον Χριστό και πρεσβεύοντας σ΄ Εκείνον και για μένα, που σε γέννησα.
Μετά τη συντριβή των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια και φόρτωσαν πάνω τους τα ιερά σώματα, για να τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πως ο νέος εκείνος , που λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει.
Σαν είδε η μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παρέβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία. Σήκωσε το γιό της στους ώμους κι ακολούθησε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πως τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον έβλεπε να είναι τελειωμένος και νεκρός.
Την ώρα λοιπόν που τον κουβαλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πιά η μητέρα του απαλλάχτηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας από τη μεγάλη της χαρά για την τελείωση του γιού της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των αγίων, τον βάζει πάνω τους και τον συναριθμεί μαζί τους, για να μη χωριστεί από τα σώματα τους ούτε το σώμα εκείνου, που την ψυχή του βιαζόταν να συναριθμηθεί με τις ψυχές τους.
Άναψαν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του διαβόλου και έκαιγαν τα σώματα των αγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποιαν όχθη και διασώθηκαν. Και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντας σε μας ασύλητο πλούτο.
Από το Συναξάρι των Αγίων