«Ἐνῶ λοιπὸν εἶχαν συγκεντρωθῆ ἅπαντες καὶ τελοῦνταν ἡ ἐπικήδειος ἀκολουθία, κάποιος εὐλαβὴς γέρων ὀνόματι Βασίλειος βλέπει νὰ ρέη αἷμα ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ ἱερωτάτου νεκροῦ πατρός, τὸ ὁποῖον τραυματίσθηκε κατὰ τὴν πτώση, γεγονὸς ποὺ θεωρήθηκε ὡς θαῦμα “μέγα καὶ ὑπερφυέστατον”. Διότι ποιὸς νεκρὸς μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἔσταζε ρανίδες αἵματος ἀπὸ τὴν δημιουργηθεῖσα πληγή; Αὐτὸ συνέβη μόνον στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶχε προσηλωθῆ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ» (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ τοῦ Παύλου Μοναχοῦ Λαυριώτου, ἔκδ. Γ´, 2000, ἀπόσπασμα τῆς νεοελ. μετάφρασης τοῦ Βίου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου).

Οἱ τελευταῖες περίοδοι λόγου στὸ παραπάνω κείμενο μιλοῦν γιὰ ροὴ αἵματος ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ «ὅταν εἶχε προσηλωθῆ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ». Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ παραδεκτὲς γιὰ τὸ σωματικὸ μαρτύριο καὶ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ πηγές, δηλαδὴ τὰ Εὐαγγέλια κατὰ Ματθαῖον, Μᾶρκον, Λουκᾶν καὶ Ἰωάννην, δὲν δίνουν σχετικὴ  ἰατροδικαστικοῦ τύπου περιγραφή, δηλαδὴ τὸ πόσοι ἀκριβῶς καὶ τί ἐκτάσεως μώλωπες καὶ τραύματα προκλήθηκαν, σὲ ποιὰ ἀκριβῶς ὑποδιαίρεση τοῦ δεκαοκτάωρου ἀπὸ τὶς ἐννέα περίπου τὸ βράδι τῆς Μεγάλης Πέμπτης (σύλληψη στὴν Γεθσημανῆ) ὣς τὶς τρεῖς μετὰ τὸ μεσημέρι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, τὸν βαθμὸ συμβολῆς τους στὴν διαδικασία ἀναστολῆς τῶν βιολογικῶν λειτουργιῶν τοῦ Ἰησοῦ κ.λπ.. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ παραπάνω πληροφορία εἶναι ἀμάρτυρη ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Φυσικά, δὲν ἔχει νόημα νὰ ἐκλάβουμε ὡς «στιγμὴ» τὴν χρονικὴ ποιότητα τοῦ «ὅταν»· ὁ συγγραφέας δὲν ἐννοεῖ ὑποχρεωτικὰ ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μάτωσε κάποια στιγμὴ στὴν διάρκεια τῆς Σταύρωσης. Γιατὶ αὐτονόητο εἶναι τὸ ὅτι, καθὼς οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου μετὰ τὴν ἀνάκριση καὶ τὴν μαστίγωση φόρεσαν στὸν Ἰησοῦ, ὅσο ἀκόμη Τὸν κρατοῦσαν στὸ πραιτώριο, ἀκάνθινο στέφανο, ἀπὸ τὰ τρυπήματα τῶν ἀγκαθιῶν ἔβλυσε αἷμα. Ὡστόσο δὲν ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι ὁ Κύριος φοροῦσε τὸ ἀγκαθένιο στεφάνι κατὰ τὴν πορεία γιὰ Γολγοθᾶ καὶ κατὰ τὴν σταύρωση, ὥστε νὰ εἰκάσουμε πὼς καὶ τὶς ὧρες ἐκεῖνες εἶχαν προκληθῆ ἀλλεπάλληλες ἐξωτερικὲς αἱμορραγίες τῆς κεφαλῆς. Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ μεγάλη πίεση, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ὑπέβαλε τὸ μυϊκό Του σύστημα γιὰ τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ συνακόλουθη ὑπερεντατικὴ δραστηριότητα τῶν αἱμοφόρων ἀγγείων Του σίγουρα ἔφεραν αἷμα πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἀπὸ τὰ τρυπήματα τῆς κεφαλῆς, εἴτε ἐξακολουθοῦσε νὰ φορῆ τὸν στέφανο εἴτε ὄχι. Ἑπομένως ὅλα τὰ ματώματα ἦταν ἀναμενόμενα καὶ φυσιολογικά, ὅσο ὁ Χριστὸς ἀκόμη ἀνέπνεε. Μόνο ἕνα μάτωμα μετὰ τὸν θάνατό Του κάποιος αὐτόπτης μάρτυς ὑπαινίσσεται ὅτι ἦταν ὑπερφυσικό: ἡ ἔξοδος (ζωηρὴ ἀνάβλυση) αἵματος (καὶ ὕδατος) ἀπὸ τὴν πλερὰ τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ κάνει λόγο γι’ αὐτό, ἐπειδὴ τὸ εἶδε (Εὐαγγέλιο κατὰ Ἰωάννην).  Ὅ,τι δὲν εἶδε μὲ τὰ μάτια του αὐτὸς ὁ αὐτόπτης μάρτυς δὲν τὸ καταθέτει.

Ἡ μαρτυρία τοῦ βιογράφου τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ὁδηγεῖ στὴν σκέψη ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος ἤξερε μιὰν αἱμορραγία ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο, «ὅταν εἶχε προσηλωθῆ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ» ὁ Ἰησοῦς. Ἀπὸ ποῦ τὴν γνώριζε; Ὄχι ἀπὸ γραπτὴ μαρτυρία, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Μήπως ἀπὸ τὰ σωζόμενα ξύλα τοῦ Σταυροῦ; Ἀσφαλῶς ὄχι. Σὲ αὐτὰ ἀκουμποῦσαν τὰ νῶτα καὶ τὸ ὀπίσθιο μέρος τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωτήρα. Καὶ γιὰ αἰῶνες αὐτὰ ἦταν θαμμένα στὴν γῆ, ὁπότε κατὰ λογικὴν ἀκολουθία κάθε ἐπίχρωσή τους ἀπὸ αἷμα ἀπομακρύνθηκε ἐξαιτίας τῆς δράσης ὑπόγειων φυσικῶν παραγόντων. Πάλι, τὸ ὅτι δὲν νοοῦνται οἱ ὧρες τῆς Σταύρωσης τὸ χρονικὸ πλαίσιο τῆς ἐξ Ὄψεως αἱμορραγίας συνάγεται ἀπὸ τὰ ἐπιμέρους νοήματα τοῦ παραθέματός μας. Διότι ὁ βιογράφος ἀναρωτιέται «ποιὸς νεκρὸς μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἔσταζε ρανίδες αἵματος ἀπὸ τὴν δημιουργηθεῖσα πληγή;», συσχετίζοντας ἀμέσως τὴν περίπτωση τοῦ ἀποβιώσαντος καὶ τεθέντος σὲ τριήμερο προσκύνημα ὁσίου Ἀθανασίου μ’ ἐκείνην τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ ἄμεσα ὠθώντας τὸν ἀναγνώστη του νὰ σκεφθῆ ὅ,τι ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα τῆς ἐπὶ σταυροῦ Θυσίας εἶχε «τριήμερη» διάρκεια, δηλαδὴ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου. Ἔτσι τὸ «μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες» παραπέμπει στὸν ἐντάφιο “ὕπνο” τοῦ Μεγάλου καὶ ζῶντος Νεκροῦ, καταργώντας συγχρόνως κάθε περιθώριο νὰ νοηθῆ πὼς ἡ παράδοξη αἱμορραγία τοῦ Δεσποτικοῦ προσώπου συνέβη τὸ κάπως βραχὺ διάστημα μεταξὺ τοῦ θανάτου ἐπὶ σταυροῦ καὶ τῆς κατακλείσεως τοῦ πανάγιου σώματος στὸν τάφο.

Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ αἱμορραγία τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ὁ βιογράφος δὲν εἶναι γνωστὴ οὔτε ἀπὸ γραπτὴ πληροφορία οὔτε ἀπὸ τὸ εὕρημα ποὺ κατ’ ἐξοχὴν συνδέεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Σταύρωσης, δηλαδὴ τὸν σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ, ἕπεται ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦσαν δεδομένο ἕνα τέτοιο στοιχεῖο, ἀμάρτυρο ἀπὸ ἀλλοῦ, βασίζονταν σὲ κάποιο λείψανο τῆς Θεανδρικῆς νεκρώσεως, ἀξιόπιστο ὅσο καὶ οἱ Γραφές, ποὺ ἐπάνω του ἔφερε ἀποτυπώματα αὐτῆς τῆς αἱματόρροιας. Ἐκθέσαμε σὲ προγενέστερο κείμενο ὅτι ἔχουμε σοβαρὲς ἐνδείξεις πὼς τὸ λείψανο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀχειροποίητη εἰκόνα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ ὅτι ἀπὸ τὰ γνωστὰ σήμερα χριστιανικὰ κειμήλια μὲ κανένα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ πιθανολογηθῆ ταύτιση τῆς εἰκόνας αὐτῆς παρὰ μὲ τὴν δυσερμήνευτη, ἀπὸ ἄποψη ἐπιστημονική, ἀποτύπωση γενειοφόρου ἀνδρικῆς Μορφῆς στὴν λεγόμενη Σινδόνη τοῦ Τορίνου.

Ἂς ἐπιστρέψουμε στὸ testimonium. Πιστεύουμε ὅτι ἡ φράση «ὅταν εἶχε προσηλωθῆ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ» εἶναι terminus post quem: Συντελέσθηκε ἡ προσήλωση (ἂς διαβάζουμε: ὁλοκληρώθηκε ἡ διαδικασία προκλήσεως θανάτου μὲ τὰ καρφιὰ μπηγμένα σὲ χέρια καὶ πόδια), καὶ μάτωσε τὸ Πρόσωπο. Ὁ ὑπερσυντέλικος «εἶχε προσηλωθῆ» πηγαίνει πολὺ πιὸ πέρα ἀπὸ τὶς ἐνέργειες ρουτίνας ἑνὸς Ρωμαϊκοῦ στρατιωτικοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ κάρφωμα ἑνὸς καταδίκου. Τὸ «εἶχε προσηλωθῆ» σημαίνει τὴν προσήλωση τοῦ Ἰησοῦ σὲ ὅλη τὴν διάρκειά της, ὣς τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφαιρέθηκε καὶ ὁ τελευταῖος ἧλος, γιὰ νὰ καταχθῆ τὸ Σῶμα ἀπὸ τὸν σταυρό.

Συνήθως τὰ post quem ἔχουν μιὰν ἀνοιχτότητα· ὅπως ὅμως εἴδαμε παραπάνω, γιὰ τὸν ὅρο ποὺ μελετοῦμε αἴρεται κατὰ πρόληψιν αὐτὴ ἡ ἀνοιχτότητα μὲ τὴν ἐρώτηση «ποιός νεκρὸς μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες…;». Καὶ στὴν ἀνθυποβολὴ «αὐτὸ συνέβη μόνον στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου…» τὸ «αὐτὸ» ὄχι μόνο σημειώνεται ἀντωνυμικὸ ἰσόβαρο γιὰ τὸ στάξιμο αἵματος, ἀλλὰ καὶ καλύπτει ἐπαναληπτικὰ τὸ «μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες». Ἐξαντλώντας, μάλιστα, τὴν λογικὴ τοῦ κειμένου θὰ λέγαμε ὅτι ὡς τερματικὴ ἔννοια τῆς συγκεκριμένης πληροφορίας, μὲ τὴν ὁποία “κλείνει” καὶ σὰν νὰ καταργῆται τὸ post quem τοῦ ἐξεταζόμενου χρονικοῦ προσδιορισμοῦ, ὑποδηλώνεται τὸ μεταίχμιο θανάτου-ζωῆς γιὰ τὸν θαμμένο Χριστό, δηλαδὴ ἡ ἀπειροελάχιστη στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐπέστρεφε καὶ ἐπανακτοῦσε τὸ σῶμα Του. Τότε ἀκριβῶς θὰ πρέπη νὰ συνέβη ἡ ἔξοδος καὶ ροὴ αἵματος στὸ πρόσωπο. Ἄρα τὰ δηλούμενα τῆς συναξαριακῆς πληροφορίας μας ἐκπηδοῦν ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις γιὰ τὸ σταυρικὸ Μαρτύριο καὶ τὴν “τριήμερη” Νέκρωση, ὅμως τὸ σημαινόμενό τους πιστεύεται ὡς ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἀθέατα καὶ μυστηριώδη, ποὺ συνέβησαν στὴν φάση, κατὰ τὴν ὁποία μὲς στὸ σπηλαιῶδες μνῆμα τοῦ βουλευτῆ Ἰωσὴφ πραγματοποιοῦνταν ἡ Ἀνάσταση.

Τὴν ἁγία Σινδόνη (Τορίνο, καθεδρικὸς ναὸς Ἁγίου Ἰωάννου) στὸ μέρος ἀποτύπωσης τοῦ Προσώπου ἔβαψε κυματοειδὴς ροὴ αἵματος, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀνώτατη ὁρίζουσα τοῦ μετώπου, κέντρο καὶ ἐλαφρῶς πρὸς τὰ ἀριστερά, καὶ σταματάει στὸ μέσο σχεδὸν τοῦ ἀριστεροῦ φρυδιοῦ. Ἄλλες ἰσχνότερες ροὲς μοιάζουν σὰν νὰ κύλησαν πάνω στὰ μαλλιὰ καὶ ἀπ’ ἔξω τους, κι ἔχουν ἀφετηρία ὄχι τὸ μετωπιαῖο τμῆμα ἀλλὰ τὴν περιοχὴ τοῦ βρέγματος. Βλέπουμε ὅτι ἡ αἱματώδης πηγὴ ἐντοπίζεται στὸ μεθόριο κρανιακῆς χώρας καὶ μετωπιαίου ὀστοῦ, αὐτὸ ὅμως δὲν θὰ ἐμπόδιζε ὁποιαδήποτε ἀφαιρετικὴ περιγραφὴ (ὅπως αὐτὴ τοῦ συναξαριοῦ μας) νὰ κατανοήση ἁπλουστευτικὰ τὴν ὄρυξη τῆς πηγῆς στὴν (εὐρύτερη) περιοχὴ τοῦ προσώπου. Αὐτὸ ἴσως συμβαίνει, ἐπειδὴ ἀποκτοῦμε σαφῆ ἰδέα τῆς φυσιογνωμίας κάποιου ἐξαιτίας κυρίως τῶν στοιχείων ποὺ συνθέτουν τὴν ὄψιν, τὸ πρόσωπο. Καὶ μέσα σὲ κάθε χριστιανὸ κάθε ἐποχῆς μένει ἀνοιχτὸ τὸ ἐρώτημα «πῶς νὰ ἦταν ὁ Χριστός;», μὲ πρωτεύουσα ἀσφαλῶς τὴν ἀπορία «πῶς ἦταν τὸ πρόσωπό Του;»

Πάντως, ἂν μὴν ξεχνοῦμε ὅτι κατὰ τὸν ἐμπαιγμὸ ἀπὸ τοὺς πραιτωριανοὺς στρατιῶτες χτυπήθηκε ἡ κεφαλή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μὲ καλάμι («ἔτυπτον τὴν κεφαλὴν Αὐτοῦ καλάμῳ»). Ἔχουμε τὴν γνώμη πὼς ἡ βαναυσότητα τῶν στρατιωτῶν δὲν θὰ ἐξαντλοῦνταν στὰ χτυπήματα μὲ τὸ κυρτό, στελεχῶδες τμῆμα τοῦ καλαμιοῦ, ποὺ μᾶλλον δὲν προξενοῦσαν ἰδιαίτερα ὀδυνηρὸ αἴσθημα, ἐκτὸς ἂν ἡ ἀφήγηση ὑπονοῆ ὅτι οἱ κρούσεις αὐτὲς δὲν καταφέρονταν στὸ ἐλεύθερο τριχωτὸ τῆς Κεφαλῆς ἀλλὰ στὶς συστροφὲς  τῆς ἀγκαθιᾶς, τὴν ὁποία ἐπέθεσαν στὸν Ἰησοῦ ὡς «βασιλικὴ» κορῶνα. Τότε ἀσφαλῶς θὰ βυθίζονταν τὰ ἀγκάθια στὸ δέρμα. Μπορεῖ ὅμως νὰ μὴν ἔγινε ἔτσι, ἀλλὰ τὸ ἄνω ἢ καὶ ἄλλα μέρη τῆς Κεφαλῆς νὰ τραυματίσθηκαν ἀπὸ τὶς τομὲς τοῦ καλαμιοῦ, ἀπὸ τὰ πολικά του σημεῖα, τὰ ὁποῖα εἶχαν κοπτικὴ δύναμη καὶ μὲ τὴν ὁρμὴ ποὺ ἔπεφταν κατεπάνω στὸ κεφάλι τοῦ Σωτήρα προκαλοῦσαν ἐκδορές, μπορεῖ καὶ βαθύτερο τραυματισμό, μὲ ὀξεῖς πόνους. Ἴσως δηλαδὴ ἡ σπεῖρα δὲν χρησιμοποίησε τὸν κάλαμο σὰν ξύλο λ.χ. κονταρομαχίας, περιορισμένης σὲ πλαγιακοὺς διαξιφισμούς, ἀλλὰ σὰν ἕνα καζίκι ἢ ἕνα καμάκι. Μάλιστα, ἂν πιὸ πρὶν ὁ ἀκάνθινος στέφανος δὲν εἶχε ἀφαιρεθῆ (ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανώτερο), τὸ μαρτύριο ὑπῆρξε ἀφόρητα δριμὺ καὶ τὸ αἷμα ὄχι λίγο. Δεχόμαστε λοιπὸν καὶ τὴν περίπτωση αὐτὲς οἱ πηγὲς αἵματος πάνω ἀπὸ τὸ Πρόσωπο νὰ ἀνοίχθηκαν ἀπὸ τὴν τιμωρητικὴ χρήση τοῦ καλάμου κατὰ τὸν Ἐμπαιγμὸ ἢ καὶ ἀπὸ συνδυασμὸ τραυματισμῶν, «ἐκ τῆς τύψεως καλάμῳ καὶ τῆς περιθέσεως στεφάνου ἐξ ἀκανθῶν».

Προσθέτως, ἡ κατάταξη τῆς ἀνάβλυσης αἵματος ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου «ὅταν εἶχε προσηλωθῆ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ» στὰ θαυματικὰ φαινόμενα θέτει ἀσφαλῶς σὲ οὐδέτερο πεδίο εἰκασίας ἐκείνη τὴν ἀναφορὰ σὲ αἷμα, ποὺ στὸ κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιο γίνεται κατὰ  παρομοίωσιν γιὰ τὴν ἀγωνιώδη ἐφίδρωση τοῦ Χριστοῦ στὴν Γεθσημανῆ («ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος»). Ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ πραγματικὴ αἱματεκχυσία, ἀλλὰ γιὰ λούσιμο σ’ ἕναν ἱδρῶτα, οἱ σταγόνες τοῦ ὁποίου θύμιζαν αἷμα ποὺ ξεπηδᾶ κόμπους-κόμπους ἀπὸ ἀνοιχτὴ ἀρτηρία. Καὶ συνέβη 15 περίπου ὧρες πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωση.

Ἐπιχειρήσαμε νὰ ἀναγνώσουμε ρητορικῆς διερώτησης σχόλιο γιὰ στάξιμο αἵματος ἀπὸ πληγὴ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ ἑλληνικὸ κείμενο τῶν Μέσων Χρόνων, ἔχοντας ὁδηγηθῆ αἰσίως σὲ «εἰκονικὴ» συσχέτιση αὐτῆς πληροφορίας χάρη σὲ θεατὰ στοιχεῖα τῆς Σινδόνης τοῦ Τορίνου.

Διονύσιος Μοναχός