Στη ομίχλη των καιρών, με αέρα μολυσμένο από εμφανείς και αφανείς ιούς, η ανάγκη της πίστης και της θεϊκής βοήθειας είναι ιδιαίτερα αισθητή. Τούτο επικαλείται συνεχώς η θεία λατρεία και οι προσευχές της Εκκλησίας. Μάλιστα η μεγαλοπρεπής λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, η τελούμενη τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, με τις εκτενείς ευχές της μοιάζει σαν ένας αετός που σκεπάζει κάτω από τη σκιά των πτερύγων του την οικουμένη ολόκληρη.
Στο χρονικό σημείο της λεγόμενης «Αναφοράς», που αποτελεί την κορύφωση του λειτουργικού δράματος, και αμέσως μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, ο ιερέας απαγγέλλει (χαμηλόφωνα σήμερα) μια εκτενέστατη ευχή, καταιγισμό αιτημάτων σε ένα απέραντο άνοιγμα ψυχής, όπου ζητά από τον Θεό να «θυμάται», δηλαδή να συγκρατεί στην αγαπητική και προνοητική Του ενέργεια όλη την οικουμένη. Όχι γενικά την οικουμένη. Η δέηση κατονομάζει επί μέρους ανθρώπινες ομάδες, για να πιάσει τελικά χώρια τον καθένα.
Και πρώτα τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, που παραμένουν ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας.
Κατόπιν την καθολική και αποστολική εκκλησία από περάτων έως περάτων της οικουμένης, όλους όσοι καρποφούν και διακονούν, αλλά και όσοι ασκούνται στα όρη και στις ερημίες.
Τις αρχές και εξουσίες, εκείνους που υπηρετούν στον κρατικό μηχανισμό αλλά και τον στρατό. Εδώ ο συντάκτης γνωρίζει σαφώς ότι πρόκειται για μια ετερόκλιτη κατηγορία. Γι αυτό παρακαλεί τον Θεό τους μεν αγαθούς να διατηρεί στην καλοσύνη τους, τους δε πονηρούς να μετατρέψει σε καλούς μέσα στην δική Του αγαθότητα.
Εν συνεχεία, ικετεύει τον Θεό να διατηρεί την ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των συζύγων, να τρέφει τα νήπια, να παιδαγωγεί τους νέους, να περικρατεί το γήρας, να παραμυθεί τους ολιγόψυχους, τους σκορπισμένους να επαναφέρει στην ενότητά τους, τους πλανεμένους να οδηγεί πίσω στην Εκκλησία, να ελευθερώνει όσους ενοχλούνται από ακάθαρτα πνεύματα, να συμπλέει με τους πλέοντες, να συνοδεύει τους οδοιπόρους, να προστατεύει τις χήρες, να υπερασπίζεται τα ορφανά, να λυτρώνει τους αιχμαλώτους, να δίνει την ίαση στους νοσούντες. Να θυμάται όσους υπομένουν εξορία, βαριά έργα, πικρή αιχμαλωσία ή άλλη περιστασιακή θλίψη και ανάγκη, να θυμάται όσους μας αγαπούν και όσους μας μισούν. Να θυμάται όλους όσοι μνημονεύθηκαν στην προσκομιδή ονομαστικά, αλλά όχι μόνον αυτούς. Και τους ξένους και αγνώστους και ξεχασμένους να θυμάται, διότι Εκείνος είναι που γνωρίζει το όνομα, την ηλικία και την κατάσταση κάθε ανθρώπου, Εκείνος είναι που γνωρίζει «έκαστον εκ κοιλίας μητρός αυτού». Ο Θεός μάς γνωρίζει προσωπικά, με το όνομά μας, πριν γεννηθούμε, διότι η ζωή μας κρύβεται στον προαιώνιο Λόγο-Χριστό και στο άκτιστο θέλημά Του.
Ο Μέγας Βασίλειος γνωρίζει ότι δεν ζει στον ιδανικό κόσμο, ότι στα ανθρώπινα υπάρχει αρκετό σκοτάδι, κακία και αδικία και πόνος. Μέσα σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων τελείται η θεία λειτουργία, θείο βάλσαμο για τον άνθρωπο που φέρει ορατά και αόρατα τραύματα. Γι’ αυτό ο ευχόμενος Άγιος ερευνά και σκύβει αγαπητικά σε κάθε θλιμμένο και αναγκεμένο, ζητά βροχή απ’ τον ουρανό για τον αγαθό και τον πονηρό, και πάνω από τη ματωμένη οικουμένη ζωγραφίζει αυτό που με καθαρμένα μάτια βλέπει, τα παντοδύναμα φτερά της εσταυρωμένης και αναστημένης Αγάπης.
«Μη φοβού Άβραμ», είπε ο Θεός στον Αβραάμ σε καιρούς χαλεπούς και ανέλπιδους. «Κοίτα ψηλά στον ουρανό και μέτρησε, αν μπορείς, τα αστέρια». Και πίστεψε ο Αβραάμ στον Θεό, και «ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην», δηλαδή, ο Θεός είναι πιστός και δίκαιος (εφόσον το «αυτώ» αναφέρεται μάλλον στον Θεό) (Γέν. 15). Όλες οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης έχουν τούτο το μήνυμα: έχε θάρρος, γη (Ιωήλ, 2,22), μη φοβάσαι, άνθρωπε, ησύχασε και μη παραλύει η ψυχή σου.
Αυτό είναι και το μήνυμα όλης της Καινής Διαθήκης. Ας μη φοβάται ο Πέτρος τα κύματα, ακόμη κι αν βαδίζει επάνω τους (Ματθ. 14,22-33), ας μη δειλιάζουν οι μαθητές στη θύελλα, ακόμη κι αν κοιμάται στην πρύμνη ο Ιησούς (Μάρκ. 4,35-41). Ούτε καν αυτούς να φοβάσθε που έχουν σφετερισθεί την εξουσία να αφαιρούν ζωές (Ματθ. 10,28-31). Μη φοβάσθε, διότι εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος, αυτός που πέθανε και ιδού, είναι ζωντανός και κρατά τα κλειδιά του θανάτου (Απ. 1,17). Στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο (Ιω. 16,33), δηλαδή το κακό που παρασιτεί στον κόσμο. Και μας παραγγέλλει να νικάμε κι εμείς το κακό δια του αγαθού (Ρωμ. 12,21). Μα την ελευθερία από όλους τους φόβους και τρόμους μπορεί να διώξει μονάχα ο φόβος του Θεού, η βαθιά αίσθηση της παρουσίας τού πανταχού τα πάντα πληρούντος.
Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο φόβος μπορεί να γίνει εργαλείο απόλυτου ελέγχου και χειραγώγησης της κοινωνίας. Και οι απανταχού δυνάμεις που ενεργούν το μυστήριο της ανομίας πάντα κάτι επιδιώκουν να χτίσουν, απευθυνόμενες στα ανθρώπινα πάθη και συχνά στο φόβο, προτείνοντας είτε ένα χρυσωμένο δόρυ είτε ένα χρυσωμένο χάπι. Στην αποστειρωμένη και ακίνητη κοινωνία που διαφαίνεται, εμείς ας ισχυροποιήσουμε το αντίβαρο μέσα από το ήθος που μας παρέδωσε ο Χριστός και η αδιάκοπη αλυσίδα των Αγίων: την έμπρακτη αγάπη, την υπομονή, την προσευχή, τη βαθιά πίστη ότι ο Παλαιός των Ημερών πάντα ακούει, είναι παρών. Αυτό είναι το φως που μας φανέρωσε ο Θεός, και που το σκοτάδι, σε όλες τις μορφές του, δεν μπορεί να συλλάβει ούτε να νικήσει.
Με το φως αυτό αρκετό στην ομίχλη των καιρών, το βήμα μας να πάρουμε και να βρούμε το πάτημά μας.
Ιερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός