Όλα θα έρθει καιρός που θα ξεχαστούν. Όσοι θα γράψουν για την οικογένειά της, θα περιοριστούν σε μάχες και χρονολογίες, θα ασχοληθούν με την οικονομική πολιτική και τη διπλωματία του πατέρα της περιληπτικά, θα αναφερθούν στα χρυσόβουλλά του, επικρίνοντας ή επαινώντας τον αυθαίρετα. Για την καθημερινή αγωνία, τις πίκρες, τα οράματα και τις διαψεύσεις του κανείς δεν θα μιλήσει. Δεν θα νοιαστεί κανείς αν κάθιζε στο τραπέζι και δεν μπορούσε να καταπιεί από τη στενοχώρια του, ούτε για τους πόνους των ποδιών του, ούτε για τις αγρύπνιες του. Συχνά βουρκώνει η Άννα, όταν αναρωτιέται τί θα απογίνουν μέσα στον χρόνο. Αν θα τους θυμηθεί κανείς ποτέ. Ποιος θα τους βράσει λίγο στάρι ή θα τους ψάλει ένα τρισάγιο.
Έτσι διαλογίζεται πικρά η Άννα Κομνηνή, πρωτότοκη του Αυτοκράτορα Αλεξίου και της Αυγούστας Ειρήνης, στο ιστορικό μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Ένας Σκούφος από Πορφύρα. Έτυχε να διαβάσω το απόσπασμα λίγες ώρες προτού πέσουν στην αντίληψή μου οι προτάσεις για το νέο πρόγραμμα σπουδών Ιστορίας. Λες και οι προτάσεις αυτές απαντούσαν στην Κομνηνή: “Όχι κυρά μου, ούτε εσάς θα θυμόμαστε, ούτε καν τα χρυσόβουλλα του πατέρα σου, ούτε μας έγνοιαξε ο πόνος σας ούτε και κόλλυβα θα σας κάνουμε. Εμάς μας ενδιαφέρουν μόνο οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, κι αυτές περιληπτικά.”
Αυτό άλλωστε δεν θέλει και ο νεαρός μαθητής; Γιατί να ταλαιπωρείται με γεγονότα του παρελθόντος, με πρόσωπα που απέχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια από τον ίδιο!;
Έγραψαν Ιστορία ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, η Άννα Κομνηνή, ο Νικήτας Χωνιάτης, και άλλοι στον καιρό τους και στον καιρό μας, με μεράκι και επιστημοσύνη, να μη λησμονηθούν τα πάθη και τα κατορθώματα των ανθρώπων, να γνωρίζουμε τις ρίζες που βυθίζονται βαθιά στον χρόνο, γιατί η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου, και το φυτό μπορεί να αυξάνει χωρίς επίγνωση των χυμών του, ο άνθρωπος όμως όχι. Γι αυτό ο γιός ρωτά και ξαναρωτά τον πατέρα να του διηγηθεί δικές του ιστορίες, και τα εγγόνια τη γιαγιά τους, και οι νέοι μοναχοί τους γέροντες της μονής, που έχουν μάτια σαν λευκώματα φωτογραφιών από αλλοτινούς καιρούς. Κι ακούν απ’ αυτούς συχνά τα ίδια και τα ίδια, με πανομοιότυπες λεπτομέρειες, και με το ενδιαφέρον της πρώτης φοράς.
Κάποιοι όμως σαν να μη θέλουν την Ιστορία.
Σα να θέλουν να μην υπάρχουν μαθήματα από το παρελθόν. Να μην υπάρχει η αίσθηση της συνέχειας και της ευθύνης. Να μήν υπάρχει παλιό κρασί να μπει σε νέους ασκούς, ούτε καν ασκοί, τα πλαστικά μπετόνια του εργοστασίου να γεμίσουν με προϊόν light. Άνθρωποι με μιαν ακαθόριστη, θαμπή μνήμη του παρελθόντος είναι απόλυτα υποβόλιμοι, τραγικά ευχείρωτοι. Άνθρωποι μεθυσμένοι όχι από το ευφραντικό γέννημα της αμπέλου, αλλά από τις αναθυμιάσεις μιας προσποίησης (ή προσομοίωσης) ευτυχίας. Στο 1984 του Όργουελ ο ήρωας επιχειρεί να θυμηθεί κάτι από το παρελθόν, το προσωπικό του παρελθόν, όσο και της πόλης, όπου ζει, αλλά η μνήμη του είναι απολύτως κενή.
Σα να θέλουν να μη φωτίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Όταν ένα γεγονός του παρελθόντος το φωτίζεις από πολλές πλευρές και κατανοείς τις αιτίες, τα κίνητρα και τις σχέσεις των ανθρώπων, γνωρίζεις περισσότερο τον εαυτό σου, και τότε μόνο έχεις ελπίδα να τον αλλάξεις. Πόσοι δεν αλλοιωθήκαμε διαβάζοντας για μια μεγάλη μορφή, πόσοι δεν ταυτιστήκαμε δημιουργικά μαζί της; Πόσοι δεν καταφύγαμε σ’ αυτήν σε καταστάσεις διλημμάτων και αδιεξόδων; Πόσοι δεν θαυμάσαμε το σθένος μιας πόλης και τη δημιουργική πνοή της, πόσοι δεν συγκλονισθήκαμε από το νεύρο, τα πάθη και τα λάθη μιας επανάστασης;
Σα να θέλουν να μην αγαπά ο άνθρωπος το σπίτι του, την πόλη του, την πατρίδα του. Αν δεν ξέρεις το παρελθόν της πόλης που σε γέννησε κι ανάθρεψε, εύκολα την παραδίδεις στη φωτιά, μαζί με την μάνα και τον πατέρα σου, για να σώσεις το τομάρι σου ή να γίνεις διασημότητα ή να αποκτήσεις μια θεσούλα executive. Αν δεν αγαπάς το σπίτι σου, τίποτε δεν μπορείς να αγαπήσεις, κι αν δεν αγαπήσεις, θα είσαι δέσμιος του ναρκισσισμού σου και όσων επιτηδείων τον θωπεύουν.
Το μάθημα της Ιστορίας μπορεί να απονευρωθεί. Να γίνει αναιμική, άχρωμη έκθεση κοινωνικών, πολιτισμικών, τεχνολογικών αλλαγών, χωρίς τον δρώντα και πάσχοντα άνθρωπο, ώστε το μόνο που θα μένει να είναι η αμυδρή αίσθηση μιας κοινής καταγωγής και εξέλιξης. Να γίνει κονσέρβα, όπου και το ψεματάκι, μικρό ή μεγάλο, θα χάνεται στη συμπυκνωμένη χημεία.
Εννοείται ότι εδώ δεν βρίσκει γωνιά η θρησκευτική συνείδηση και η ιστορική της έκφραση, εκτός αν πρόκειται να συκοφαντηθούν άμεσα ή έμμεσα. Ο τρόπος είναι απλός: κάνε την ιστορία αχταρμά, ανακάτεψε αγίους και δαίμονες, επισκόπους και μάγισσες, ώστε όλα μαζί να πεταχτούν ως σκύβαλα. Και λοιπόν τί έγινε; θα πει ο μαθητής, για να καταργήσει το βιβλίο, τον διεκπεραιωτή διδάσκοντα, και μαζί τους την ίδια τη σημασία της Ιστορίας, και εν συνεχεία να επιλέξει τον τύπο κρετίνου που του προσφέρει η παγκόσμια αγορά, ο καινούργιος Θεός.
Η Ιστορία είναι για μερικούς επικίνδυνη, γιατί εκεί υπάρχει ο αγώνας και οι άθλοι της ανθρώπινης ελευθερίας, η πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του και με τον Θεό, η παρουσία νόμων πνευματικών, που απαντούν στην αυθαιρεσία και ύβρι. Γιατί εκεί φαίνεται ότι και ένας άνθρωπος μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ή και να αλλάξει τον ρου των ποταμών.
Το Άγιον Όρος ζει την ιστορία ευλαβικά, γόνιμα, …διαδραστικά! Όχι ως νεκρός οργανισμός και μουσείο, αλλά (για να δανειστώ τις λέξεις του ποιητή) με νεκρούς χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς, με τους ζωντανούς να δίνουν το αίμα τους, όλους πολίτες της Χώρας των Ζώντων.
Εδώ, Άννα, βράζουμε το στάρι και ψάλλουμε το τρισάγιο που επεθύμησες, θυμόμαστε όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε. Γιατί τα χίλια χρόνια που πέρασαν είναι σήμερα, γιατί το παρελθόν και το μέλλον είναι η ζωντανή μνήμη του λειτουργικού, δοξολογικού χρόνου μας.
Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός, Ιερομόναχος