Τοὺς μῆνες Φεβρουάριο καὶ Μάρτιο ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε τὴν μνήμη ἀρκετῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν τῆς Εἰκονομαχικῆς περιόδου (ἔτη 726 – 842, ἐπίκεντρο ἡ Κωνσταντινούπολη), οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν κατατρεγμοὺς καὶ σωματικὲς τιμωρίες ἀπὸ τὴν βασιλικὴ ἐξουσία ἐξαιτίας τῆς ἐμμονῆς τους νὰ προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐξαιτίας τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἀσκοῦσαν στὰ πλήθη, ἐνάντια στὸ θέλημα εἰκονοκλαστῶν αὐτοκρατόρων καὶ πατριαρχῶν. Ὅλοι προέρχονται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν Μοναχῶν. Ἡ συμπερίληψή τους στὸ ἁγιολόγιο τῶν συγκεκριμένων μηνῶν εἴτε ἀνταποκρίνεται στὸν πραγματικὸ χρόνο, κατὰ τὸν ὁποῖο συνέβη ἡ κοίμηση καθενὸς ἀπὸ αὐτούς, εἴτε ἐπελέγη συμβατικά, ὥστε τρόπον τινὰ νὰ ἐπεκτείνεται μὲς στὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναστήλωσης τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ποὺ τελεῖται τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Αὐτὴ ἡ ὁσιομαρτυρικὴ κατένα μέσα στὸ περίπου σαραντάμερο τοῦτο, ἡ προβολὴ κάθε τόσο κι ἑνὸς ἀνυποχώρητου Μοναχοῦ ποὺ ὑπερμάχησε γιὰ τὴν προσκύνηση τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐξατομικευμένος κάθε φορὰ ἀπόηχος τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας -θριάμβου θεωρούμενου ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς κατίσχυσης τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων-, μοιάζει νὰ θέλη νὰ δικτυώση ὅλη τὴν περίοδο τῆς ἐγκράτειας μὲ ἐκείνη τὴν ἀκολουθία μνημονευόμενων γεγονότων, ποὺ ὡς ἀποκορύφωμα τῆς περιόδου συναντᾶμε, φυσικά, στὸ τέλος της: τὰ πάθη, τὴν σταύρωση, τὸν θάνατο, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος προφανής: οἱ πιστοί, ἐντονώτερα ἀπὸ ποτέ, καλοῦνται σὲ ἀγῶνα πνευματικό, κάνουν τὴν ἑτοιμασία τους γιὰ τὴν προσκύνηση τοῦ Θείου Πάθους. Καὶ τὸ δυνάμωμά τους στὸν προκείμενο ἆθλο προέρχεται ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ «ἔδωκε τὴν καλὴν μαρτυρίαν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου» ἔχοντας ὑποβληθῆ σὲ ἀνακρίσεις κι ἔχοντας δεχθῆ χαστούκια, χτυπήματα, φτυσίματα, διάφορους ἐξευτελισμούς, φραγγέλωση, γύμνωση, κάρφωμα σὲ σταυρὸ καὶ ἐπώδυνο θάνατο, κλείσιμο σὲ τάφο. Εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη πρὶν ἀπὸ τὶς καθαυτὸ ἑορτὲς τῶν Παθῶν νὰ ἐπανεισδύη στὴν συνείδηση τῶν πιστῶν τὸ μαρτυρικὸ πρότυπο τοῦ Ἰησοῦ.
Σὲ προγενέστερα κείμενά μας ὑποστηρίξαμε ὅτι ἡ πρότυπη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ποὺ ὁριστικὰ ξαναβρῆκε τὴν τιμή της μὲ τὴν λήξη τῆς εἰκονομαχίας, παρουσίαζε τὸν Κύριο Ἰησοῦ νεκρὸ κι αἱματοβαμμένο. Αὐτὴ τὴν εἰκόνα ἔχουμε ἐνδείξεις ὅτι κλῆρος καὶ λαὸς τὴν πίστευε ἀχειροποίητη. Ἀπὸ τὰ σωζόμενα κειμήλια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν προσφέρεται γιὰ συσχετισμὸ καὶ ταύτιση μὲ τὴν πρότυπη, ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Σινδόνη τοῦ Τορίνου.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ πλαίσιο τοῦ τεράστιου ἑρμηνευτικοῦ καὶ λοιποῦ συγγραφικοῦ ἔργου του μόχθησε καὶ γιὰ τὴν κατάρτιση ἀναθεωρημένης συλλογῆς συναξαριῶν μὲ ἡμερολογιακὴ σειρά, ποὺ καλύπτουν ὅλους τοὺς μῆνες τοῦ ἔτους. Στὸν Συναξαριστή του λοιπόν, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναγγελία κάθε Ἁγίου ἢ ὁμάδας Ἁγίων παραθέτει στίχους, ἐνίοτε δικῆς του πλοκῆς, μὲ λεξιλόγιο καὶ μέτρο ἀρχαιότροπα. Αὐτοὶ οἱ στίχοι σχολιάζουν ποιητικὰ καὶ λακωνικὰ τὴν περισσότερο χαρακτηριστικὴ πτυχὴ τῆς πορείας ἢ τὸ κυριώτερο ἐπίτευγμα τῶν μνημονευόμενων Ἁγίων, ἢ ἄλλες φορὲς συνίστανται ἀπὸ χαριτωμένα λογοπαίγνια βάσει τῶν ὀνομάτων τῶν Ἁγίων. Τώρα, κάποιοι στίχοι ἀφιερωμένοι σὲ Ὁμολογητὲς τοῦ καιροῦ τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδος εἰσάγουν μιὰ λέξη αἰνιγματική. Ἦταν ὅμως τόσο αἰνιγματικὴ ἡ λέξη αὐτὴ τουλάχιστον γιὰ τὸν ἅγ. Νικόδημο, ἂν ὄχι καὶ γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀποδέκτες τοῦ Συναξαριστῆ του; Γιὰ γραμματισμένους καὶ ταξιδευτὲς στὸ Ἐξωτερικὸ ἢ ἀταξίδευτους μὰ πληροφορημένους γιὰ ὁρισμένα ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα τῆς κοντινῆς Εὐρώπης, πιθανὸν ὄχι. Ποιά, τελοσπάντων, εἶναι ἡ λέξη, ποὺ μὲ τὴν κρυφιότητα αὐτοῦ, στὸ ὁποῖο παραπέμπει, μᾶλλον μᾶς ταλαιπωρεῖ ὄχι λιγώτερο ἀπὸ ὅσο ἡ μυθικὴ Σφὶγξ τοὺς πεζοπόρους γιὰ καὶ ἀπὸ Θήβα;
Φεβρουαρίου 28ῃ:
Ὁ Βασίλειος Χριστὸν ἐν ψυχῇ φέρων
Ψυχὴν σκιᾶς (ἤτοι εἰκόνος) τίθησι τῆς αὐτοῦ χάριν.
Μαρτίου 21ῃ:
Λύπας ἐνεγκὼν σῆς χάριν σκιᾶς (ἤτοι εἰκόνος) Λόγε
Βίου σκιώδους Ἰάκωβος ἡρπάγη.
Τὰ δίστιχα συνετέθησαν τὸν 11ο αἰ., ἂν προῆλθαν ἀπὸ τὴν γραφίδα τοῦ Χριστοφόρου πατρικίου ὑπάτου, τοῦ Μυτιληναίου, ἢ ἀργότερα, καθὼς ἀποφαίνεται ὁ συντάκτης τοῦ Συναξαριστῆ στὸ ἐκτενὲς εἰσαγωγικὸ σημείωμα τοῦ ἔργου, παρατηρώντας ὅτι κάποια ἐπιγράμματα δὲν εἶναι ἐνδεικτικὰ τῆς γραφῆς τοῦ Χριστοφόρου. Πάντως καὶ στὰ δύο ἡ ἐπεξήγηση μὲς στὴν παρένθεση ἔγινε ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο. Εἶχε λοιπὸν ὁ Διδάσκαλος, ἂν ὄχι τὴν πεποίθηση, σίγουρα ὅμως τὴν ταχύτητα νὰ συλλάβη διὰ μιᾶς, καὶ τὴν ἄνεση κι ἑτοιμότητα νὰ ἐπεξηγήση ὅτι τὸ ἀντικείμενο, ποὺ ἐξαιτίας του βρίσκονταν σὲ ὀξεῖα καὶ ἕως θανάτου ἀντιπαράθεση οἱ ἀνατολικοὶ χριστιανοὶ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰ., ἦταν μιὰ οἱονεὶ «σκιαγραφία» τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως ὄχι εἰκόνα, στὴν ὁποία κατ’ ἀπόλυτη ἀντιγραφὴ καὶ σαφήνεια ἔχουν μεταφερθῆ τὰ ἀτομικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Αὐτὸ πρὸς τὸ παρὸν φαίνεται καὶ τὸ μόνο ἀσφαλὲς συμπέρασμα, ἀφοῦ ἡ ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία διήγηση γιὰ τὴν δημιουργία τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας (ἑορτὴ ἁγίου Μανδηλίου, 16η Αὐγούστου) κάνει ἁπλᾶ λόγο γιὰ ἄμεση, θαυμαστὴ ἀποτύπωση τῆς μορφῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποστολή της στὸν Ἄβγαρο τῆς Ἔδεσσας, χωρὶς νὰ περιγράφη τὸ θεατὸ ἀποτέλεσμα· ἔτσι ὅμως ἡ διήγηση ἀφήνει τὸν καθένα νὰ φαντασθῆ τὸ «ἐκτύπωμα» ὅπως θέλει: ὁλοζώντανο, σὰν φωτογραφία τῆς στιγμῆς, θαμπότερο, σὰν νὰ κρατάη τοῦτο μιὰν ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἄκρατο ρεαλισμό, ἤ, τέλος, σκιῶδες, ὅπου εἶναι βέβαια ἀναγνωρίσιμο τὸ Πρωτότυπο ἀλλὰ συνάμα ἀρνεῖται πολλὰ στὰ ἀνθρώπινα μάτια. Ἄρα μόνη ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἁγ. Νικοδήμου στὴν Εἰκόνα ὡς «σκιὰ» δὲν ἐνθαρρύνει ἐξ ἀρχῆς γιὰ ταύτιση μὲ τὴν «ἀμφιπρόσωπη» Σινδόνη, ἐφόσον περιθώρια νὰ νοηθῆ καὶ ἡ προορισμένη γιὰ τὸν Ἐδεσσαῖο τοπάρχη εἰκόνα ὡς σύνθεση σκιᾶς καὶ φωτὸς ἀφήνονται ἤδη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀπέριττη ἀφήγηση τοῦ ἀντίστοιχου συναξαριοῦ, ὅπου, ὡς γνωστόν, τὸ ὕφασμα μὲ τὴν Θεία μορφὴ δὲν συνδέεται καθόλου μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ὡστόσο μιὰ σειρὰ ἀπὸ ὑποθέσεις –βάσιμες, θέλουμε νὰ πιστεύουμε- ἀλλάζουν τὴν παραπάνω δυναμική, γιὰ νὰ τὴν μεταβάλουν ἀπὸ φυγόκεντρο σὲ κεντρομόλο.
Ὁ θαυμαστὸς Νικόδημος, πολυΐστωρ καὶ πολυγνώμων καθὼς ἦταν, εἶχε ἄποψη, κρυστάλλινη μάλιστα, γιὰ πάμπολλα θέματα, ποὺ ἀφοροῦσαν κυρίως τὸν χριστιανικὸ πολιτισμό. Ἡ σπάνια εὐφυΐα του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀπέραντη μνήμη του τοῦ ἐπέτρεπε ἄλλων δεδομένων νὰ κάνη ἐνδιαφέρουσες ἀναλύσεις καὶ στιβαρὲς συνθέσεις καὶ ἄλλα νὰ τὰ περνάη ἀπὸ λεπτὰ διηθητικὰ πλέγματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Αὐτὸ πληθωρικὰ διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν ἐπαφή, ἀκόμα κι ἐπιδερμική, μὲ τὸ ποικίλο, ἐκτεταμένο καὶ καταπληκτικὰ συγκροτημένο ἔργο του.
Ὁ Ὅσιος λοιπόν, ἔχοντας ζήσει στὴν Νάξο, τὴν Σμύρνη καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀντίκριζε καὶ περιεργαζόταν παραστάσεις τοῦ ἁγίου Μανδηλίου ποὺ εἶχαν παραγάγει μεταβυζαντινά, κατὰ τὸ πλεῖστον, ἐργαστήρια εἰκονογραφίας καὶ ἁγιογράφοι τῆς περιόδου τῆς ὀθωμανικῆς κατάκτησης. Καὶ ὅ,τι καταλάβαινε γιὰ ἀχειροποίητη εἰκόνα δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατανοοῦμε ὅσοι παρατηροῦμε τὸ συγκεκριμένο εἰκαστικὸ θέμα: τὸ σύνολο τοῦ προσώπου, τοῦ λαιμοῦ καὶ τῶν μαλλιῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ἀπαραίτητο φωτοστέφανο, ὅλο αὐτὸ ὡς σαφὲς κι αὐτοτελὲς «ἀπόσπασμα», ἀφοῦ τὸ ζωγραφισμένο μανδήλιο παρακάτω ἀπὸ τὴν σχεδὸν ὁριζόντια γραμμὴ τοῦ λαιμοῦ καὶ τὶς ἄκρες τῶν βοστρύχων δὲν ὑποδηλώνει καμμιὰ συνέχεια μὲ τὸ στέρνο καὶ τὸν ἄνω θώρακα, παρὰ ἀφήνεται ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο λευκὸ ἢ καλυμμένο ἐν μέρει μὲ διακοσμητικὰ σχέδια. Κι ἀκόμη, ἔβλεπε περιγράμματα, ἀνοιχτοὺς ὀφθαλμούς, «ζωντανὴ» ἔκφραση προσώπου. Αὐτά, παρ’ ὅλες τὶς ἔντονες φωτοσκιάσεις τῶν Ὀρθόδοξων εἰκόνων, καθόλου δὲν συνιστοῦν σκιά, ἤτοι ὅ,τι πιὸ ἀφαιρετικὸ μὰ συγχρόνως καὶ πειστικὰ ἀναπαραστατικὸ στὴν ζωγραφική.
Τὸ εὔλογο ἐρώτημα λοιπόν: Πῶς ὁδηγήθηκε ὁ ἅγ. Νικόδημος σὲ κατάφαση ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία τῆς σκιᾶς ὡς εἰκόνας; Τὸ ὅτι ἀντελήφθη τί ἐννοεῖ ὁ ἐπιγραμματοποιὸς μὲ τὴν λέξη σκιὰ δὲν μᾶς ἐκπλήσσει, διότι ὁ Ὅσιος ἦταν ὀξυνούστατος· τὸ ζητούμενο εἶναι πῶς ἀποφάσισε νὰ παρέμβη ἑρμηνευτικά, ἀφήνοντάς μας ἔτσι νὰ συμπεράνουμε ὅτι μὲ τὴν παρενθετικὴ αὐτὴ ἐπεξήγησή του σὰν νὰ θέλη νὰ πῆ «ἔτσι εἶναι, μὴν ἀμφιβάλλετε, σᾶς τὸ βεβαιώνω ἐγώ».
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἐμπιστευόταν τοὺς παλαιούς, οἱ ὁποῖοι προφανῶς ὑπῆρξαν θεατὲς τοῦ κειμηλίου. Ἂν ἐκεῖνοι, ἐνστερνιζόμενοι παραδεδομένη πίστη, εἶχαν τὴν βεβαιότητα ὅτι τὸ σύνολο τῶν σκουρότερων σημείων τῆς ἱερῆς «Ὀθόνης» ἀναπαριστᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ δέχονταν ἀχειροποίητη τὴν Προσωπογραφία, ὁ καθ’ ὅλα καλόπιστος Νικόδημος δὲν εἶχε λόγους νὰ ἐρίζη καὶ νὰ ἀμφισβητῆ τὴν πίστη τῶν παλαιοτέρων, παρ’ ὅλη τὴν ἑτοιμότητά του γιὰ κριτικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων ἀλλὰ καὶ παρ’ ὅλη τὴν ὀξυδέρκειά του, ὅποτε ἀναλάμβανε ρόλο κριτικοῦ.
Ἔπειτα, ὁ Ἅγιος ἤξερε Ἰταλικά. Καὶ ἡ Σινδόνη βρισκόταν στὴν κατοχὴ τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐπὶ ἰταλικοῦ ἐδάφους. Ἡ κυκλαδίτικη Νάξος, γενέτειρα τοῦ Ὁσίου, εἶχε τὴν ρωμαιοκαθολικὴ (ἑλληνόφωνη) μειονότητά της. Καὶ στὴν τουρκοκρατούμενη μὰ πάντα κοσμοπολίτικη Σμύρνη, θρέπτειρα τῆς μόρφωσης τοῦ Νικοδήμου, τὸ ἐμπορικὸ ἰταλικὸ στοιχεῖο δὲν ἦταν ἀπόν. Πολλὲς φορὲς λοιπόν, ἄλλοτε συμπτωματικά, ἄλλοτε ὠθούμενος ἀπὸ εὐλαβῆ περιέργεια, θὰ πρέπη ν’ ἄκουσε ἀπὸ παρεπιδήμους Ἰταλοὺς γιὰ τὸ κειμήλιο τοῦ Τορίνου, γιὰ ἐκθέσεις του ποὺ ἔγιναν παλαιὰ ἢ καὶ γίνονταν ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ τὴν περίοδο ἐκείνη (2ο μισὸ τοῦ 18ου αἰ.), κι ἀκόμη τὸ πῶς ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ ἀντίκριζαν, πόσο ριζωμένη στὸν Δυτικὸ Κλῆρο καὶ τὸν ἁπλὸ κόσμο ἦταν ἡ πίστη γιὰ τὴν ἐντάφια σινδόνη τοῦ Χριστοῦ κ.τ.ὅ.. Δὲν θεωροῦμε ἀπίθανο ἡ τέτοια πληροφόρηση τοῦ Ἁγίου νὰ προῆλθε καὶ ἀπὸ τὴν εἰδησεογραφία τῶν ἐφημερίδων, μολονότι ἡ ἀφοσίωση τοῦ ἐκλεκτοῦ Νικοδήμου στὰ χριστιανικὰ Γράμματα καὶ ὁ προσανατολισμὸς του πρὸς τὴν Μοναχικὴ ἀφιέρωση καταργοῦν κάθε περιθώριο νὰ ὑποθέσουμε πὼς αὐτὸς θ’ ἀποφάσιζε ποτὲ νὰ στραφῆ αὐτοπροσώπως σὲ κοσμικὰ ἔντυπα. Ἂν τελοσπάντων ἔβγαιναν τέτοιες εἰδήσεις ἀπὸ τὸν ἰταλικὸ κυρίως τύπο, ἡ σχετικὴ ἐνημέρωση τοῦ Ὁσίου κατὰ πᾶσαν πιθανότητα γινόταν μέσῳ τρίτων, οἱ ὁποῖοι τύχαινε νὰ διαβάζουν.
Κάτι τελευταῖο: Στὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου Μανδηλίου ἀναφέρεται ὅτι τὸ ὕφασμα ποὺ προσφέρθηκε στὸν Κύριο Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸ φέρη σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπό Του ἦταν διπλωμένο στὰ τέσσερα. Κι ἐφ’ ὅσον ἡ εἴδηση γιὰ τὴν Σινδόνη εἶχε τρέξει παραέξω ἀπ’ τὴν Ἰταλία ὄχι μόνο ἐπὶ ἁγίου Νικοδήμου, ἀλλὰ ἴσως ἀπὸ πιὸ παλαιά, μεταξὺ τῶν πρώτων πληροφοριῶν ποὺ ἔδινε ἦταν ὁπωσδήποτε τὸ τετράδιπλο τῆς Σινδόνης. Τὸ κοινὸ αὐτὸ στοιχεῖο στὸ θρυλούμενο Μανδήλιο καὶ τὴν προβαλλόμενη καὶ συζητούμενη Σινδόνη θὰ πρέπη νὰ χορήγησε μεγάλη ἄδεια στὸ πνεῦμα καὶ ἀνάλογη παρρησία στὸ χέρι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὥστε ν’ ἀνοίξη ἐκεῖνες ἐκεῖ τὶς παρενθέσεις καὶ καταφάσκοντας τὴν «σκιά», νὰ τὴν μεταφράση «εἰκόνα».
Πιθανὸν ὅτι ὁ θεοφόρος Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους δεχόταν τὴν ἁγία Σινδόνη ὡς τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
Μοναχὸς Διονύσιος Κουτλουμουσιανός