Ο ΙΘ΄αιώνας σημαδεύεται από την διαμόρφωση έντονης εθνικής ταυτότητας των λαών της χερσονήσου του Αίμου. Η αφύπνιση αυτή έλαβε έντονο φυλετικό χρώμα, χάρη στην ιδεολογία του πανσλαβισμού, που απέβλεπε στην ίδρυση σλαβικής ομοσπονδίας με τη Ρωσία ως big brother.
Με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1856) φυτρώνουν στη Μακεδονία τα σπέρματα της εθνικής διαπάλης, ενώ η μεγάλη δύναμη του Βορρά μετά την ελάττωση του πολιτικού της γοήτρου στο ευρωπαϊκό χώρο εφαρμόζει με εντυπωσιακά αποτελέσματα τη νέα πολιτική, την εμπνευσμένη από το όραμα του πανσλαβισμού, έχοντας επίκεντρο των βλέψεών της την Μακεδονία.
Ως ύλη και όργανο του πανσλαβισμού χρησιμοποιήθηκε το θρησκευτικό συναίσθημα το οποίο άρχισε να υπηρετεί εθνικά και πολιτικά συμφέροντα. Για αυτό και ως μέθοδος της ρωσικής πολιτικής υιοθετήθηκε η ίδρυση εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων, επανδρωμένων φυσικά από Ρώσους. Στους στόχους αυτής της πολιτικής ήταν φυσικό να περιληφθεί και το Άγιον Όρος.
Από τις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα οι Ρώσοι άρχισαν να έρχονται αγεληδόν στο Άγιον Όρος, κυρίως δε στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, στην οποία εγκαθίστανται υπό τον όρο να αποσβέσουν το βαρύτατο χρέος που είχε αφήσει ο απελευθερωτικός αγώνας. Ύστερα από την εκρηκτική πλήθυνσή τους, και παρά τις σχετικές συμφωνίες για την παραμονή της μονής σε ελληνική διοίκηση, πέτυχαν την κατάληψή της. Στους επήλυδες αυτούς με το γόητρο της υλικής ισχύος, την έντονη εθνικιστική συνείδηση και τις τάσεις υπεροχής και κυριαρχίας φαινόταν ότι ανήκει το μέλλον του ιερού τόπου. Προς αυτούς προσέβλεπαν όλοι, αφού τα μοναστήρια ήσαν ερειπωμένα και κατάχρεα εξαιτίας της συμμετοχής τους στον απελευθερωτικό αγώνα.
Πριν περιέλθει η μονή του Αγίου Παντελεήμονος πλήρως υπό ρωσικό έλεγχο, φαίνεται ότι περιελήφθη στο επεκτατικό σχέδιο η μονή του Κουτλουμουσίου, ως κατέχουσα προνομιακή θέση στο κέντρο της αθωνικής χερσονήσου και πλησίον της κεντρικής διοικήσεως του Όρους. Τα περιστατικά που αφορούν στην επιχείρηση εκρωσισμού της μονής ακροθιγώς αναφέρονται στην υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία, έχουν διατηρηθεί στη ζωντανή παράδοση της μονής, αλλά ταυτόχρονα μαρτυρούνται από έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της.
Η προσπάθεια άρχισε στα 1860, μια εποχή ιδιαίτερα σημαντική και δύσκολη για το μοναστήρι. Προ τεσσάρων ετών η μονή είχε επανέλθει στην κοινοβιακή τάξη και αγωνιζόταν να ανασυγκροτηθεί πνευματικά και διοικητικά μετά από τέσσερεις αιώνες ιδιόρρυθμου βίου. Μετά την κοίμηση του πρώτου ηγουμένου, του γηραιού Νικάνδρου, και μια εκτεταμένη πυρκαϊά που κακέκαυσε την βόρεια πτέρυγα το 1856, βρέθηκε η κατάλληλη ευκαιρία για την παρείσδυση αρχικώς του φιλορωσικού στοιχείου. Ομολογουμένως οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές σε έξωθεν επεμβάσεις διότι στην αδελφότητα, η οποία είχε διαποτιστεί από το κοινοβιακό πνεύμα, και δεν ήταν εύκολη η πρόκληση διχασμού, πολλώ μάλλον όταν ο εφησυχάζων στη Νέα Σκήτη ενάρετος ιερομόναχος Ιωάσαφ εκλέχθηκε παμψηφεί και κλήθηκε να αναλάβει το τιμόνι του κοινοβίου.
Για τα σχέδια της πανσλαβιστικής πολιτικής μόνη ελπίδα απέμεινε η παύση του Ιωάσαφ. Τούτο έγινε με τον προσεταιρισμό της Ιεράς Κοινότητος, αφού μόνον αυτή μπορούσε να βρει τρόπους ώστε να προβεί σε παρόμοια ενέργεια.
Αφορμή έδωσε η κατασκευή υδρόμυλου, από την οποία προέκυψε διαφορά με τη μονή Παντοκράτορος σχετικά με τη διανομή του νερού. Τη διαφορά αυτή εκμεταλεύτηκε η ρωσική πλευρά και με παρέμβαση του στρατηγού Σεβαστιάνωφ, που διέμενε στη Σκήτη του Σεραγίου, έπεισε αντιπροσώπους της Ιερά Κοινότητος να καταδικάσουν τη μονή. Κι όχι μόνο αυτό. Η απόφαση περιλάμβανε την έκπτωση του ηγουμένου Ιωάσαφ και δύο προϊσταμένων, και την εγκατάσταση ως ηγουμένου του ρωσόφιλου ιερομονάχου Αμφιλοχίου από την μονή του Αγίου Παντελεήμονος, διερμηνέα και προστατευόμενου του στρατηγού Σεβαστιάνωφ, ο οποίος αργότερα έγινε μητροπολίτης Πηλουσίου.
Η αυθαίρετη αυτή ενέργεια προκάλεσε έντονη την αντίδραση της Κουτλουμουσιανής αδελφότητος, η οποία απέστειλε αντιπροσωπία στις Καρυές να καταθέσει τη διαμαρτυρία της Μονής και την άρνηση αναγνωρίσεως της ιεροκοινοτικής πράξεως. Απροσδόκητα όμως οι αντιπρόσωποι της μονής φυλακίστηκαν στον πύργο των Καρυών, ενώ μέλη της Ιεράς Κοινότητος μαζί με τον Τούρκο Καϊμακάμη κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι προκειμένου να εφαρμόσουν παντί τρόπω την απόφασή τους. Ο Αρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Κτενάς, αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητος, καταγράφει ένα ιλαρό περιστατικό, που έλαβε χώρα ύστερα από μια ευφυή επινόηση των Κουτλουμουσιανών πατέρων. Εκμεταλλευόμενοι την επτανησιακή τους προέλευση οι πατέρες δεν έκλεισαν την πύλη της Μονής. Αντιθέτως την άνοιξαν διάπλατα. Και υποδέχθηκαν τους επισκέπτες έχοντας απλωμένη κατά πλάτος και μήκος της πύλης πελώρια Αγγλική σημαία, ενώ επίσης Αγγλικές σημαίες κυμάτιζαν στις επάλξεις. Τούτο προκάλεσε φόβο και αναστολή στον Τούρκο διοικητή, ο οποίος και άφησε ελεύθερους τους Κουτλουμουσιανούς πατέρες.
Ο στρατηγός Σεβαστιάνωφ δίχως καθυστέρηση αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου με τη μεσολάβηση του ρώσου πρέσβη και υπέρμαχου της πανσλαβιστικής ιδέας Ιγνάτιεφ να ασκήσει πίεση στο Πατριαρχείο για την στερέωση το νέου ηγουμένου. Το ίδιο όμως έκαναν και οι αντιπρόσωποι της μονής. Με παραστάσεις προς τον Άγγλο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, την Αγγλική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πέτυχαν την επαναφορά της τάξεως και την αποκατάσταση του κανονικού ηγουμένου κατ΄ εντολής της τουρκικής κυβερνήσεως.
Στο πατριαρχικό επικυρωτικό της ηγουμενείας του Ιωάσαφ έγγραφο γίνεται αναφορά στις παράλογες επεμβάσεις ακουσίως και εναντίον της βουλήσεως της ολομελείας των πατέρων. Αντίστοιχη επιστολή αποστέλλεται και προς την Ιερά Κοινότητα, στην οποία η Σύνοδος δεν κρύβει την ανησυχία της για τους βεβιασμένους τρόπους, και συνιστά στους αντιπροσώπους να απέχουν “παντός κινήματος ενοχλητικού και πάσης επεμβάσεως και καταχρήσεως”, ώστε να μην επαναληφθούν “οι ολέθριες και αθέμητες εκείνες σκηνές”.
Έτσι τελείωσε η υπόθεση αυτή, όχι όμως και οι δοκιμασίες. Παρά την αποτυχία της παραπάνω προσπάθειας η μονή δεν βγήκε τόσο εύκολα από το στόχαστρο της ρωσικής πολιτικής. Μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας της μονής αναφέρεται στα προβλήματα που προέκυψαν από τον οικονόμο και καταχραστή των Κουτλουμουσιανών κτημάτων στη Ρουμανία Αρχιμανδρίτη Αθανάσιο, Βούλγαρο το γένος, ο οποίος κατακρατούσε τις ετήσιες προσόδους. Ο Ιωάσαφ κατέφυγε στον πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ και κατάφερε την παύση του Αθανασίου, ο οποίος υποστηριζόταν από ισχυρούς της χώρας. Ο Αθανάσιος όμως αφού έφτασε στην Πόλη κατόρθωσε να μεταπείσει τον Πατριάρχη, ο οποίος μπροστά στην άρνηση του ηγουμένου να αποκαταστήσει πάλι στη θέση του τον Αθανάσιο χωρίς τη γνώμη της αδελφότητας, απείλησε με ριζική μεταρρύθμιση του καθεστώτος της μονής, ενώ ακολούθησε η παύση του ηγουμένου επί προφάσει της αγγλικής υπηκοότητος. Ο συντάκτης του χρονικού αποδίδει το σχεδιασμό της ενέργειας στον πανίσχυρο ρώσο πρέσβη Ιγνάτιεφ, ο οποίος έφερε βαρέως την προηγούμενη ήττα.
Μετά την πτώση του Ιωακείμ Β΄ και με ενέργειες του Άγγλου πρέσβη στην Κωσταντινούπολη επανήλθε για δεύτερη φορά ο Ιωάσαφ και μαζί του η τάξις, και “αποκασταθέντων των σχέσεων μετά της Κοινότητος η διοίκησις της μονής ελειτούργει κανονικώς, εις εαυτήν περισυλλεγείσα και προσπαθούσα να επουλώση τας χαινούσας εκ των αυθαιρέτων επεμβάσεων πληγάς”. Το γράμμα της μονής προς τον πρέσβη μαρτυρεί την βεβαιότητα της αδελφότητας για την παρασκηνιακή ανάμειξη της ρωσικής πολιτικής και σε αυτήν την υπόθεση, αναφερόμενο σε “πονηρά σπείρα, ίδια επιδιώκουσα συμφέροντα και ξένους πολιτικούς πραγματοποιούσας σκοπούς”.
Έτσι, η πανσλαβιστική ιδέα δεν κατόρθωσε εν τέλει να επηρεάσει την πορεία και τον χαρακτήρα του Κουτλουμουσίου.
Ο πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης γράφει ότι “είναι προτιμότερο να παρατρέχουμε τέτοιες συγγραφές”. Ωστόσο, η πανσλαβιστική ιδεολογία και η προπαγάνδα του “μεγάλου αδελφού” έχουν επανέλθει επιθετικά, παρασύροντας με το ευλαβικό τους πρόσωπο και Έλληνες κληρικούς και λαϊκούς. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι καλό να αναζητάμε την αλήθεια της ιστορίας, διότι αυτή μπορεί να μας προστατεύσει από συγχύσεις και λανθασμένες συμπεριφορές και επιλογές.
Νικόλαος Κουτλουμουσιανός, ιερομόναχος