Εάν έχουμε μια αμυδρή γνώση για τον Θεό, είναι διότι ο Ίδιος παρεμβαίνει προσωπικά στην ιστορία και συνάπτει διαθήκη με τους ανθρώπους. Αρχικά “δημιουργεί” ένα έθνος, το εκλέγει και το καλεί από αγάπη και μόνο, το κάνει περιουσία του, ποίμνιο και άμπελό Του, συνάπτει διαθήκη μαζί του. Αυτός είναι ο Ισραήλ. Η ιερή αυτή συμφωνία αποτελεί ένα προσωρινό στάδιο. Ο Ισραήλ παραμένει δεμένος στις εγκόσμιες δομές και στον ορίζοντα μιας φυλής, αλλά ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δίνει υπόσχεση για τη σωτηρία όλου του κόσμου.
Με τον σταυρό του Χριστού οι σκιές φεύγουν, η επαγγελία εκπληρώνεται, συνάπτεται μια νέα διαθήκη, η Καινή Διαθήκη. Καλεσμένοι στη συμφωνία αυτή δεν είναι ένα έθνος, αλλά όλη η ανθρωπότητα, όχι ο Ισραήλ, αλλά τα “έθνη” (βλ. Αντίφωνο Όρθρου Μεγάλης Παρασκευής), ή ακριβέστερα, τα έθνη ενωμένα με τον Ισραήλ (Ησ. 2,2). Ειδικότερα, συμβαλλόμενοι είναι όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν ορθά και ακολουθούν τον Χριστό, οι “εν ύδατι και πυρί ανακαθαιρόμενοι”. Ο περιούσιος λαός γίνεται τώρα η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού (Προς Τίτον, 2,14), “ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ ᾽Ιουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός” (Κολ. 3,11-12. Γαλ. 3,28-29). Έτσι, ο νέος λαός δεν προσδιορίζεται από φυλετικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά – ο Χριστός καταργεί τέτοιους φραγμούς (Εφ. 2,4) – αλλά από μια πολύ βαθύτερη και ακατάλυτη πνευματική σχέση. Ύψιστο κριτήριο συγγένειας είναι ο ίδιος ο Θεός που έγινε ομοαίματος αδελφός μας.
Βεβαίως, αυτή η νέα ταυτότητα δεν καταργεί τις εθνικές ταυτότητες, την αγάπη προς την πατρίδα, την πολιτιστική ετερότητα ή και το αίτημα της αυτονομίας, να διοικεί δηλαδή κάθε λαός τα του οίκου του. Όμως ο νέος τύπος “συγγένειας” υπερβαίνει όλα τα εγκόσμια, καλεί τα διαφορετικά σε ενότητα και κοινωνία με τον Ένα. Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου το πρόσωπο της Εκκλησίας περιλαμβάνει κάθε φυλή και γλώσσα και λαό και έθνος.
Στον ρου της ιστορίας η έννοια του περιούσιου λαού δεν έμεινε αναλλοίωτη. Έγινε ιδεολόγημα, εξαιτίας ομαδικών, εθνικών εγωισμών, που ώθησαν στην παρανόηση και παράχρηση της έννοιας του αγίου έθνους. Έτσι, εύκολα ο περιούσιος λαός ταυτίσθηκε με συγκεκριμένα έθνη, με κριτήρια άλλοτε τη συμβολή τους στην ιστορική διαδρομή του Χριστιανισμού, άλλοτε την αριθμητική τους υπεροχή. Θα περιορισθούμε σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη είναι αυτή των Ελλήνων. Η δεύτερη, και πιο πρόσφατη, συναντάται στους Ρώσους.
Η συμβολή του Ελληνισμού (γλώσσας και παιδείας) στην διάδοση, έκφραση και οριοθέτηση της χριστιανικής πίστης είναι αδιαμφισβήτητη—τόσο, ώστε ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι να αποκαλεί τον Ελληνισμό θεμελιώδη κατηγορία της Χριστιανικής υπάρξεως. Στα νεότερα χρόνια όμως η αναγνώριση της αξίας του Ελληνικού πνεύματος οδήγησε στην υπερέξαρση του ίδιου του Ελληνικού γένους ως λαού περιούσιου. Η πεποίθηση αυτή μάλιστα βρήκε βιβλικό έρεισμα. Είναι το περιστατικό κατά το οποίο Έλληνες ζητούν να συναντήσουν τον Ιησού, κι εκείνος λέει στους μαθητές Του: Ήλθε η ώρα να δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου (Ιω. 12, 20-29). Αφενός επρόκειτο για Ελληνιστές Ιουδαίους, ούτως ή άλλως, όμως, κανείς από τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας δεν ερμηνεύει με αυτόν τον “Ελληνοκεντρικό” τρόπο το χωρίο. Επιπλέον, η “δόξα”, στην οποία αναφέρεται ο Χριστός, δηλώνει όχι τιμές και δάφνες και κυριαρχικά μεγαλεία, αλλά τον σταυρό, τον θάνατο, την ταφή και την ανάσταση, όπως ο ίδιος εξηγεί στη συνέχεια.
Ενώ όμως ο Ελληνοκεντρισμός (στον βαθμό που επιζεί σήμερα) βασίζεται σε ιστορικούς τίτλους με κάποιο αντίκρισμα, ένας πιο πρόσφατος εθνικισμός επιστρατεύει τα εξωτερικά σχήματα και την αριθμητική υπεροχή. Κυκλοφορήθηκε μάλιστα πολυτελές τετράφυλλο, υπογεγραμμένο από Αγιορείτη μοναχό, που αποκαλεί τον Ρωσικό λαό “νέο περιούσιο λαό” του Θεού, τον μόνο και ανυπερθέτως ασύγκριτο, και άλλα αμετροεπή και βαρύγδουπα. Πέρα από την αφέλεια της συγκεκριμένης θέσης (που φαίνεται ότι μάλλον σέρνει τον συντάκτη στο οπλισμένο άρμα μιας εκκλησιαστικο-πολιτικής προπαγάνδας), από μόνη της η ταύτιση του περιούσιου λαού με μια εθνική οντότητα μας φέρνει πίσω στην Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα στην Ιουδαϊκή εγκοσμιοκρατική αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία μέχρι σήμερα αποτελεί αμετάβλητη πίστη των Σιωνιστών. Υπάρχει άραγε μια διαθήκη πιο καινή από την Καινή, όπου ο περιούσιος λαός παύει να είναι όλοι οι πιστοί;
Κανείς να μη στενοχωριέται εάν δεν είναι Ρώσος ή Έλληνας ή οτιδήποτε άλλο. Κανείς να μην επαναπαύεται επειδή είναι Ρώσος ή Έλληνας ή οτιδήποτε άλλο. Ζούμε όλοι σε κοινωνίες εκκοσμικευμένες, όπου η διαφθορά είναι καθεστώς, όπου Θεός είναι η μηχανή και το χρήμα που παράγει. Μέσα σ’ αυτή την παγκόσμια κοινωνία λαός του Θεού είναι όσοι έχουν καρδιά που αγωνίζεται να μετανοεί, να πιστεύει, να αγαπά, να γίνεται σαν τον σπόρο που πεθαίνει στη γη, για να δώσει καρπούς.
Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου