Αν οι μάρτυρες της Αγάπης βαφτίσθηκαν στο αίμα, ισχύει άραγε και το αντίστροφο, ότι όποιος δίνει το αίμα του είναι μάρτυς της Αγάπης; Αν οι ομολογητές της πίστεως διώχθηκαν, εξυπακούεται ότι όποιος απομακρύνεται από τη θέση ή τον τόπο του είναι ομολογητής της πίστεως; Αν οι Πατέρες της Εκκλησίας ύψωσαν σε περιστάσεις φωνή και ανάστημα, σημαίνει πως όποιος τα λέει “χύμα και τσουβαλάτα” είναι μορφή πατερική; Αν οι διά Χριστόν σαλοί υποκρίνονται σαλότητα, άραγε όποιος πουλάει τρέλα είναι διά Χριστόν σαλός; Αν οι άγιοι κάνουν θαύματα, σημαίνει ότι κάθε θαυματοποιός είναι άγιος; Αν πολλές φορές ο ένας στάθηκε απέναντι στους πολλούς σώζοντας την αλήθεια, σημαίνει ότι η αλήθεια σώζεται πάντοτε από τον ένα και οι απέναντί του έχουν πάντα λάθος; Εν τέλει, εάν το αυγό έχει κέλυφος, κάθε κέλυφος κρύβει ένα κρόκο-κεχριμπάρι; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε βρισκόμαστε σε λογική πλάνη.

Δυστυχώς στην πράξη η λογική αυτή πλάνη είναι διαδεδομένη, και εξυπηρετεί ιδιαιτέρως τους ανώριμους ήρωες και τους αυτοχειροτόνητους αγίους. Τα πάντα κρίνονται κατ’ όψιν και παρουσιάζονται με τα εξωτερικά τους στοιχεία κι όχι με την εσωτερική τους μαρτυρία. Κι όχι απλώς με τα εξωτερικά στοιχεία, αλλά από τη γωνία που κάθε φορά είναι περισσότερο βολική, και πάντα με την καθιερωμένη μέθοδο της απομόνωσης και απολυτοποίησης. Δεν είναι ζήτημα βλακείας (ή μόνο βλακείας) αλλά θέμα παιδείας και πολιτισμού, όπου το υποκείμενο και το εύθραυστο εγώ του υπερυψώνονται στα νέφη. Το υποκείμενο αυτό χτίζεται αγχωδώς και εναγωνίως, τόσο για να προστατεύσει το φαντασιακό εγώ, όσο και να προβάλλει προς τα έξω μια ελκυστική επιφάνεια, που δεν έχει σημασία αν έχει ή δεν έχει εσωτερικό αντίκρισμα, διότι η εικόνα δεν μοιάζει πια, δεν παραπέμπει στο πρωτότυπο. Οι αρχαίοι Λατίνοι είπαν πως ό,τι γυαλίζει δεν είναι χρυσός, και ο Σαίξπηρ έγραψε, “το όμορφο απατηλό και το απατηλό όμορφο, αιωρείται στην ομίχλη και στο μολυσμένο αέρα”. Έβλεπαν το ψέμα σαν χαμαιλέοντα, να διεκδικεί ψυχές και να υπονομεύει κοινωνίες.

Ενώ όμως τότε το καύσιμο της μηχανής του ψέματος ήταν η υποκρισία, σήμερα είναι κάτι ισχυρότερο και χειρότερο. Είναι η πλάνη· όχι απλώς με την έννοια του λογικού σφάλματος, όχι απλώς σαν μια σαθρή πρόταση, αλλά ως ρήγμα στην ίδια την προσωπικότητα, ως αποπροσανατολισμός όλων των ψυχικών δυνάμεων, αφού, στην πνευματική της διάσταση, η πλάνη είναι παιδί της εσφαλμένης σκέψης και του αφανέστερου πάθους: της υπερηφάνειας. Πρώτος σε τούτο τον αλλόκοτο χορό ο νους, περιφέρεται σε γη άνυδρη και άκαρπη, ερωτοτροπώντας με τα είδωλα των αντικατοπτρισμών. Και λίγο λίγο, χρόνο με τον χρόνο, η πλάνη, το ψέμα και τα παράγωγά τους γίνονται η απόλυτη προφάνεια. Έτσι και μια καμουφλαρισμένη αρμαθιά παθών μεταμορφώνεται σε αρετή, και οι ομολογίες πίστεως γίνονται καταφύγιο της πιο βαθειάς απιστίας. Απωθημένα πάθη, κρυμμένη απιστία (κι ανομολόγητες απιστίες), κι ο άνθρωπος μάχεται και σπαράσσεται χωρίς να ξέρει ή να θέλει να μάθει το γιατί. Κλεισμένος στο εγώ του, εγκλωβισμένος σε όσα κάθε φορά βρίσκονται στο διανοητικό του κάτεργο, οσμίζεται απειλή ακόμη και στο έντομο που θα διασχίσει τον αέρα που αναπνέει.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι εκείνο που έχουμε ανάγκη σήμερα είναι η γνώση της δικής μας προσωπικής αλήθειας, η γνώση του εαυτού μας. Γιατί ένα μέρος του εαυτού μας ξεγλιστρά, κρύβεται, μασκαρεύεται, δίνει λάθος χρησμούς, θέτει παραπλανητικούς στόχους, στέλνει ψεύτικους συναγερμούς. Όταν δεν καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτε άλλο, μήτε πρόσωπο μήτε γραφή μήτε σημάδι. Ακόμη κι αν νομίζουμε ότι συζητάμε, οι λέξεις δεν ανταμώνουν, ο νους και η καρδιά αδυνατούν να συναντήσουν, μένει μόνο το υπερφίαλο κάστρο του εαυτού, που επιστρατεύει αμυντικούς μηχανισμούς. Κείμενα, λέξεις, πρόσωπα, πράξεις, γη και ουρανός, όλα βίαια χωνεύονται στο ίδιο εκμαγείο, όλα ρίχνονται στην ίδια χύτρα, ομογενοποιούνται και μεταποιούνται από τον αλχημιστή—μόνο που ο αλχημιστής κερνιέται και μας κερνά αντιμόνιο στο κρασί!

Τί είναι κάθε φορά αληθινό και τί ψεύτικο; Τί γνήσιο και τί κίβδηλο; Τί πραγματικό και τί εικονικό; Οι Πατέρες γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολη η απάντηση. Γι’ αυτό και επιμένουν ότι μείζων των αρετών η διάκρισις. Δεν θα τη βρούμε, δεν θα μπορέσουμε να δούμε καθαρά τα πράγματα, αν πρώτα δεν στραφούμε μέσα μας με ταπείνωση και ειλικρίνεια, αν δεν παρακαλέσουμε τον λύχνο Χριστό να ανάψει, κι εμείς τότε να αποκτήσουμε αληθινά μάτια, να σαρώσουμε την ψυχή μας και να βρούμε τα χαμένα, να δούμε τα κρυμμένα λάθη και πάθη, αλλά και τα πιο κρυφά μυστήρια.

Ιερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός