Δευτερόλεπτο

Παναγούδα, †4.9.90

«Ὅταν θὰ κλείσει τοῦ πλατάνου ἡ πληγή,
στὴν ρίζα θ’ ἀναβλύσει μιὰ πηγή.
Ὅλοι θὰ χαίρεστε τὸ καθαρὸ νερό,
μὰ μὴν ξεχνᾶτε τὸ δάκρυ τὸ ἁλμυρὸ

πού, αἰῶνες, μάζευε στὰ σπλάγχνα του μὲ κόπο,
μὲ τὸν καιρό, σὲ δεητικὴ σιγὴ κλεισμένος.
Τὸ δάκρυ του συνάζει ὁ σταυρωμένος,
τὸ κάνει βρύση φωτεινή, κρύσταλλο τόπο».

Ὁ Γέροντας μιλοῦσε ἢ στὰ πλατανόφυλλα
ὕφαινε ὁ ἀέρας τὸ ᾆσμα του – δὲν ξέρω.
Γονατισμένος ἄγγιξα τῆς οὐλῆς τὸ μέρος.

Τὸ χέρι πυρπολήθηκε κι ὅσα ὄφειλα
νὰ πράξω καὶ στὰ λόγια μου νὰ φέρω
καήκανε σὰν ἄχυρα ξερὰ στὸ θέρος.
  

Ὑπὲρ  πᾶν ὅνομα

 Πέφτουν πυκνὲς τολύπες σπαραγμῶν,
ποτίζουν τὰ θεμέλια τῶν ρυθμῶν.
Κρατῶ κερὶ καὶ φλόγα τ’ ὄνομά σου,
μὰ τὸ σκοτάδι ὑλακτεῖ: «Ἑτοιμάσου».

Τοῦ ὀνόματός σου ἡ φλόγα μὲ κρατάει
νὰ μὴν χαθῶ σὲ στοὲς καὶ σὲ λαγούμια.
Ξένος ἀνάπηρος στὸν δρόμο συναντάει
ντυμένους μὲ χλαμύδες, μὲ κοστούμια

ἐκείνους πού ’φαγαν μαζὶ ψωμὶ κι ἁλάτι.
Στρέφουν τὸ πρόσωπο, γυρνοῦν τὴν πλάτη.
Κι ἂν πεῖ νὰ χαιρετίσει ὅπως πρῶτα,
τρέχουν πρὸς τῆς ἀστυνομίας τὴν πόρτα.

Τὶς νύχτες λιτανεῖες τῶν λυγμῶν.
Νύχτες τασάκια μ’ ἀποτσίγαρα στιγμῶν.
Τί νὰ προσφέρω ἄλλο δὲν ἔχω κάθε βράδυ.
Γαυγίζει, κύων ὑλάκτης, τὸ σκοτάδι.

Μονάχα τ’ ὄνομά σου, θαλπωρὴ καὶ χάδι.

Δημήτρης Κοσμόπουλος, Θέριστρον (Κέδρος, Αθήνα, 2018)